Τετάρτη 25 Απριλίου 2012

ΑΠΟ 82ΧΡΟΝΟ ΧΑΝΙΩΤΗ Μνήμες κατοχής Από: Γιώργος Κώνστας Δημοσιεύθηκε στις: 25-04-2012
«Ημουν ο μεγαλύτερος κλέφτης την εποχή της κατοχής. Για να ζήσω όμως»! O Λευτέρης Πιρπινάκης από τα Περβόλια Χανίων ήταν 10 ετών το 1941. Μαζί με πολλά άλλα παιδιά στην πόλη των Χανίων είχαν επιδοθεί σε έναν αγώνα ζωής προκειμένου να επιβιώσουν από την σκληρή ναζιστική κατοχή. Είχαν αναπτύξει όλες τις μορφές κλοπών για μια χούφτα ρύζι, φακές, για ένα κομμάτι ψωμί. «Αν έβλεπες τα πόδια μου πώς ήταν σκασμένα παντού, γεμάτα πληγές, τόσο περπάτημα που είχα ρίξει» μας λέει ο κ. Λευτέρης. Μαζί με άλλα παιδιά της ηλικίας του, άλλα μικρότερα, άλλα μεγαλύτερα, είχαν συστήσει τη δική τους ομάδα... επιβίωσης. ΜΙΑ ΧΟΥΦΤΑ ΡΥΖΙ «Είχα ένα σακάκι που 'κρεμόταν', τεράστιο, ειδικά στα μανίκια. Χωρούσαν άλλοι δύο στο μπόι μου. Μπαίνοντας μέσα στο μπακάλικο, έριχνα το μανίκι πάνω στη τσάντα με το ρύζι, τις φασόλες, τις φακές ενώ ο άλλος της παρέας πήγαινε μπροστά και απασχολούσε τον μπακάλη. Εβαζα το χέρι και έπαιρνα μια χούφτα ρύζι και τό ’χωνα στη φόδρα. Μια χούφτα! Δεν έπαιρνα σακιά, το έπαιρνα σπίτι για να το φάμε. Πέντε παιδιά είμαστε, με τη μάνα και τον πατέρα μου επτά" θυμάται ο συνομιλητής μας. Ο πατέρας του είχε επιταχθεί από τους ναζί στη Αγιά για να κάνει αγγαρίες και η οικογένεια μόλις που τα έβγαζε πέρα. Αλλος στόχος των παιδιών τα... χαρούπια. «Τα λένε και σοκολάτα των φτωχών, έμπαινα στο μπακάλικο του Αλυσαβάκη και με τρόπο έπαιρνα 3-4 μαζί και τά ’χώνα στη φόδρα του σακακιού. Και στη συνέχεια φεύγαμε δήθεν αδιάφοροι και πηγαίναμε σε μια γωνιά να τα φάμε. Πού να βρεις λεφτά εκείνη την εποχή; Οι συναλλαγές γίνονταν με την ανταλλαγή, τα λεφτά δεν 'περνούσαν'. Αλλη κλεψιά σε ένα καφενείο που πουλούσε σαπούνια στη Σκαλίδη κοντά στον 'Κωτσόβολο'. Οπως καθόμασταν, ένας απασχολούσε τον κακομοίρη τον καφετζή, άλλος κρατούσε τσίλιες, και άλλος έπαιρνε κανά σαπούνι για νά ’χουμε να πλυθούμε». ΓΙΑ ΛΙΓΑ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ Και επειδή το φαγητό στην πόλη δεν ήταν ποτέ αρκετό, δεν έλειπαν και οι εξορμήσεις στην ύπαιθρο. «Είχα μια χούφτα ρύζι και πήγα να το ανταλλάξω με πορτοκάλια στον Φουρνέ. Στον Αλικιανό είχανε οι Γερμανοί μπάρα που έλεγχαν τον κόσμο που κινούνταν. Εμάς τα πιτσιρίκια μας άφηναν, αρκεί βέβαια να μαζεύαμε από τα χαμάρια, τα πορτοκάλια δηλαδή που είχαν πέσει κάτω από το δέντρο. Απαγορευόταν να κόψεις από το δέντρο και σε έλεγχαν και αν τα έβλεπαν καλά σού τα έπαιρναν! Εδωσα λοιπόν μια χούφτα ρύζι που την είχα σε ένα μαντηλάκι σε ένα αγρότη για να μαζέψω τα χαμάρια κάτω από τα δέντρα του. Είδα όμως ότι στο δίπλα χωράφι τα δέντρα ήταν γεμάτα μεγάλα, μεγάλα, ζουμερά πορτοκάλια! Πάω λοιπόν να γεμίσω το τσουβάλι και πριν προλάβω, με πιάνει ένας αγροφύλακας, μού ’ριξε ξύλο που ακόμα το θυμάμαι. Μου πήρε και τα πορτοκάλια» θυμάται ο κ. Λευτέρης. ΚΛΕΒΟΝΤΑΣ ΨΩΜΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΓΕΡΜΑΝΟΥΣ Πολλές φορές η δουλειά συνδυάστηκε με την... απαλλοτρίωση. «Σκεφτόμουν ότι κάτι πρέπει να κάνω να βγάζω ένα φράγκο. Εφτιαξα ένα καρότσι και μάζευα τριφύλλια από τα αμπέλια και τα περβόλια, τα έφερνα στα Χανιά και τα πουλούσα για αυτούς που είχαν κατσίκες μέσα στα σπίτια τους για να έχουν γάλα για τα παιδιά τους. Ημουν στην περιοχή του Κλαδισού κοντά στη γέφυρα και περνούσε ένα γερμανικό καμιόνι, κάργα ψωμιά. Να κάτι ψωμιά τεράστια άσπρα-άσπρα, ολοστρόγγυλα! Παραμόνευαν πιο πέρα από μένα δυο Νεοχωρίτες, 25 ετών περίπου! Οι μεγαλύτεροι "κλέφτες" ήταν οι Νεοχωρίτες, μόλις περνάει το φορτηγό τρέχει ένας αρπάζεται από το καμιόνι, μπαίνει μέσα και αρχίζει να πετάει τα ψωμιά κάτω! Ο δεύτερος από πίσω τα μάζευε, ένα ψωμί φεύγει, κουτρουβαλάει και έρχεται στα πόδια μου. Αμα τό ’δα τρελλάθηκα! Παραίτησα και τα τριφύλλια, το βάζω κάτω από το σακάκι μη μου το πάρει κανείς άλλος και έτρεχα ποταμό-ποταμό μέχρι τα Περβόλια. Οταν το είδε η οικογένεια τρελλάθηκε από τη χαρά. Το φάγαμε όλο μαζί, ήταν σαν να βρούμε σήμερα ένα τόνο κρέας! Δεν μπορείς να το καταλάβεις πώς κάναμε». ΑΠΟ ΤΑ ΑΠΟΦΑΓΙΑ «Είχα ένα τενεκάκι που το είχα τρυπήσει ώστε να είναι σαν καραβάνα» θυμάται ο κ. Πιρπινάκης. «Μαζί με άλλα παιδιά περιμένα τη φρουρά των Γερμανών την ώρα που έτρωγε. "Κομ, κομ" μας έλεγαν για να τους πάρουμε τις καραβάνες να τις πλύνουμε. Τις παίρναμε λοιπόν και ό,τι αποφάγια είχαν μείνει τα ρίχνα στο τενεκάκι μου, όπως και ο άλλοι. Τρώγαμε τα αποφάγια. Τι να κάναμε; Κακά, καλά, εμείς τα τρώγαμε. Δεν είχαμε και τίποτα άλλο». Η ΒΟΜΒΑ ΚΑΙ ΤΟ ΣΟΥΣΑΜΙ Δύσκολες εποχές όπου η ρίψη μιας βόμβας δεν ήταν κατ’ ανάγκη και... κακό για πολλούς. «Είχε σκάσει μια βόμβα στην περιοχή της γεφυροπλάστιγγας και είχε διαλύσει διάφορα μαγαζιά. Εβλεπα τον κόσμο να έχει πέσει πάνω στα ερείπια και να παίρνει τα τσουβάλια. Ετρεξα κι εγώ. Εβγαζα πέτρες, έσκαφτα με τα χέρια, βρήκα ένα τσουβάλι. Σώθηκα είπα ,θα τρώμε 1 μήνα, θα ’χει αλεύρι, θα ’χει ρύζι σκέφτηκα. Ετριζε το καρότσι από το βάρος και εγώ χαιρόμουν διπλά. Εφτασα στο σπίτι στα Περβόλια, χάρηκε η οικογένεια. Απογοητευτήκαμε μόλις το άνοιξαμε, είχε σισάμι. Τι να κάνουμε όμως... το τρώγαμε, χούφτα με τη χούφτα». Το κίνημα της... πατάτας Και οι προσπάθειες για μια "κανονική δουλειά" για τον Λευτέρη Πιρπινάκη συνεχίζονταν. «Με είχαν πάρει μανάβη σε ένα μαγαζί, γιατί είχα δυνατή φωνή. Δούλευα από το πρωί μέχρι αργά το βράδυ στις 11. Και μου έδιναν ό,τι σαπημένο είχε μείνει και δεν πουλιόταν, κάτι τομάτες, κάτι πατάτες. Ξεκινούσα λοιπόν τα μεσάνυκτα να πάω σπίτι με τα πόδια πάντα. Φαντάσου ένα παιδί 10-11 ετών να πηγαίνει μες στη νύκτα, χωρίς παπούτσια, με ρούχα ό,τι ύφασμα μπορούσα να ρίξω πάνω μου. Με ό,τι φράγκα λοιπόν είχα μαζί μου, πήγα και πήρα ένα τσουβάλι πατάτες δικό μου. Το απλώνω στην πόρτα της πλατείας Αγοράς, πάνω στο χώμα και φώναζα τόσο το κιλό οι πατάτες. Μέσα σε μια ώρα το πούλησα. Αρπαξα καμπόσα λεφτουδάκια και λέω 'ιδέ, αυτά είναι λεφτά, όχι πριν που με εκμεταλλεύονταν και μου έδιναν τα σαπημένα'».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου