Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2019

 

Καθίζηση στην Κακιά Στροφή

Νέα καθίζηση σημειώθηκε στον δρόμο στην Κακιά Στροφή στην παλιά Εθνική Οδό Χανίων – Κισσάμου καθώς για ακόμα μία φορά τμήμα του δρόμου υποχώρησε.
Στο σημείο βρίσκεται συνεργείο των Τεχνικών Υπηρεσίων της Περιφέρειας Κρήτης το οποίο έχει ξεκινήσει τις εργασίες αποκατάστασης της ζημιάς. Όπως επεσήμαναν τεχνικοί στα “Χ.ν.” απαιτείται μεγάλη παρέμβαση για να σταματήσει το φαινόμενο.


Αναλυτικό ρεπορτάζ στα “Χανιώτικα νέα” της Πέμπτης

Ελπίδες ανάκαμψης στην αγορά πορτοκαλιού

πορρτ1Συνεχίζει τη φθίνουσα πορεία η παραγωγή εσπεριδοειδών στα Χανιά, καθώς το πάλαι ποτέ ισχυρό τοπικό προϊόν, το πορτοκάλι, έχει υποχωρήσει σημαντικά στην παραγωγή του.
Aπό τους 100.000 τόνους εσπεριδοειδών που παράγονταν πριν από μια 15ετία υπολογίζεται ότι σήμερα η ποσότητα αυτή έχει περιοριστεί στους 50.000 τόνους καθώς οι χαμηλές τιμές έχουν σπρώξει τους παραγωγούς σε άλλες καλλιέργειες όπως τα αβοκάντο.
Μια επιτυχημένη προσπάθεια να διατηρηθεί η καλλιέργεια του Χανιώτικου πορτοκαλιού με ποιοτικά και όχι ποσοτικά χαρακτηριστικά πραγματοποιεί η “Ομάδα Παραγωγών Εσπεριδοειδών” του Αγροτικού Συνεταιρισμού Χανίων που καταφέρνει να διαθέτει το προϊόν της σε αλυσίδες Super market της Αθήνας αλλά και στο εξωτερικό (Ολλανδία).
Αυτές τις ημέρες στο συσκευαστήριο του Συνεταιρισμού στο Μάλεμε παραλαμβάνονται και τυποποιούνται μεγάλες ποσότητες πορτοκαλιού.
«Για χρόνια το πορτοκάλι ήταν το βασικό αγροτικό προϊόν των Χανίων, όπως και το λάδι. Αυτό δεν ισχύει πλέον και τα αίτια είναι πολλά . Από τη μια σίγουρα οι πολύ χαμηλές τιμές που κάνουν ασύμφορες και αντιοικονομικές τις καλλιέργειες για τους αγρότες, επίσης η αλλαγή του κλίματος έχει προκαλέσει πολλά προβλήματα καθώς οι παρατεταμένες ανομβρίες, οι πρόωρες και ισχυρές βροχοπτώσεις προκαλούν σημαντικές απώλειες της παραγωγής. Όλα αυτά αναγκάζουν τον παραγωγό να στραφεί σε άλλες καλλιέργειες όπως το αβοκάντο. Αυτό που χάνει η εσπεριδοκαλλιέργεια το αποκτά η καλλιέργεια του αβοκάντο που δίνει πολύ μεγάλη στρεμματική απόδοση. Πλέον πρέπει να στραφούμε στην ποιότητα και όχι στην ποσότητα και σίγουρα θα ήταν έγκλημα να εγκαταλειφθεί η καλλιέργεια του Χανιώτικου πορτοκαλιού» δηλώνει ο κ. Χαρίλαος Βλαστάκης, μέλος της Ομάδας Παραγωγών Εσπεριδοειδών και πρόεδρος του Α.Σ. Χανίων.
Οι τιμές
Ο κ. Χαρίλαος Βλαστάκης, μέλος της Ομάδας Παραγωγών Εσπεριδοειδών και πρόεδρος του Α.Σ. Χανίων
Ο κ. Χαρίλαος Βλαστάκης, μέλος της Ομάδας Παραγωγών Εσπεριδοειδών και πρόεδρος του Α.Σ. Χανίων
Αναφορικά με τις τιμές του βρώσιμου πορτοκαλιού παρουσιάζουν μια αυξητική τάση την τελευταία τριετία, ωστόσο δεν μπορούν να είναι από μόνες τους ικανές για να κρατήσουν τον παραγωγό. Ειδικότερα:
• Οι πρώιμες ποικιλίες New hall (A΄ ποιότητας) η συγκομιδή των οποίων ολοκληρώθηκε έδωσαν στον παραγωγό των Χανίων από 25 έως 30 λεπτά το κιλό.
• Για τα Merlin (ομφαλοφόρα) οι πρόσφατες κακές καιρικές συνθήκες έπληξαν τις καλλιέργειες αυτές, υπάρχει υπερπροσφορά καθώς έγινε γρηγορότερα η συγκομιδή και οι τιμές τους κυμαίνονται στα 20-22 λεπτά (Α΄ποιότητας) παράδοση στο συσκευαστήριο.
• Σε ότι αφορά τη χυμοποίηση (πορτοκάλια Β΄ποιότητας κυρίως λόγω εξωτερικής εικόνας του πορτοκαλιού που δεν το κάνει εμπορεύσιμο) η ΒΙΟΧΥΜ αγοράζει στην τιμή των 4 λεπτών το κιλό.
«Για να έχει καλύτερες τιμές ο παραγωγός όπως είναι ο στόχος ο δικός μας πρέπει να υπάρχει μια συνολικότερη προσπάθεια. Μόνοι μας ως Ομάδα Παραγωγών και Συνεταιρισμός δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα! Αυτή τη στιγμή η εμπορία του πορτοκαλιού στα βρώσιμα πορτοκάλια είναι διασπασμένη σε 25-30 εμπορικά χέρια που λειτουργούν ανταγωνιστικά μεταξύ τους. Και όχι ανταγωνιστικά προς τα πάνω αλλά προς τα κάτω και αυτό είναι το δράμα. Δηλαδή πχ. έχουμε περίπτωση που δίναμε πορτοκάλια σε μεγάλη αλυσίδα super market. Αυτοί κάποια στιγμή σταμάτησαν να παραγγέλνουν από εμάς γιατί βρήκαν πορτοκάλια από έμπορο των Χανίων σε τιμή 10-15 λεπτά πιο φτηνά. Για να μην χάσουμε την αλυσίδα αυτή ρίξαμε και εμείς τη τιμή μας, ρίχνοντας όμως και την τιμή προς τον παραγωγό. Δυστυχώς αυτή είναι η πραγματικότητα. Ας ελπίσουμε κάτι ανάλογο να μην γίνει και με το αβοκάντο» ανάφερε ο κ. Βλαστάκης.

Αποδράσεις ζωής στα Χανιά

Σαν τον “Μπαγάσα” του Νικόλα Ασιμου αποφάσισαν να αφήσουν πίσω τους τις αγορές, τα παζάρια και τις πόλεις για να αναζητήσουν μια καλύτερη ζωή στην επαρχία. Μια ζωή δίχως το άγχος του σύγχρονου τρόπου ζωής, δίχως την πολυκοσμία και τον θόρυβο της μεγαλούπολης.
Μια ζωή κοντά στη φύση, με τα δικά της ξεχωριστά δώρα αλλά και δυσκολίες που πρέπει να κανείς να ξεπεράσει για να νιώσει όλα αυτά που έχει να του δώσει η μικρή πόλη, το νησί, το χωριό: πιο άμεσες και αυθεντικές ανθρώπινες σχέσεις, επαφή με το φυσικό περιβάλλον και τα προϊόντα, απλότητα στην καθημερινότητα, πιο ανθρώπινους ρυθμούς.
Ο Γιάννης, η Αννα, η Εφη και η Παναγιώτα εξηγούν σήμερα στις “διαδρομές” τα πώς και τα γιατί μιας τέτοιας απόφασης, τις προκλήσεις αλλά και την ανταμοιβή που περιμένει κάποιον που θα κάνει ένα τέτοιο άλμα στη ζωή του ψάχνοντας να έρθει πιο κοντά σ’ αυτό που ονομάζεται ευτυχία.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ – ΜΑΡΙΑ ΚΥΤΕΑ: «Στο νησί δεν χρειάζεσαι ρολόι»
Screen Shot 2019-01-26 at 11.34.09Kάποια στιγμή στα 2015 η Παναγιώτα – Μαρία Κυτέα δουλεύοντας στα Χανιά αντιλήφθηκε ότι δεν ήθελε να συνεχίσει να ζει όπως ζούσε μέχρι τότε.
«Εκείνη τη χρονιά λοιπόν συνειδητοποίησα ότι ζω σαν ένα προγραμματισμένο ρομπότ! Ναι ρομπότ! Ξυπνούσα το πρωί, έκανα όσο γρηγορότερα μπορούσα τις δουλειές στο σπίτι, ένα γρήγορο ντους και έφευγα για τη δουλειά. Είμαι τεχνικός μαγειρικής αλλά επειδή το χειμώνα δεν βρίσκεις στα Χανιά δουλειά ανάλογη των προσόντων σου, εργαζόμουν σε μια πολύ γνωστή καφετέρια των Χανίων ως “μπουφετζής”. Επειτα από ένα βασανιστικό, στην καλύτερη περίπτωση 9ωρο, πάλι στο σπίτι σε κατάσταση απόλυτης κατάρρευσης, ένα κινητό ζόμπι όπως λένε όσοι με ξέρουν. Και έτσι ένα ωραίο πρωινό ένας φίλος μου είπε πως στη Γαύδο ψάχνουν κοπέλα για την κουζίνα. Παρέχεται διατροφή και διαμονή. Και αφού άκουσα και το μισθό που θα έπαιρνα, δεν υπήρχε χρόνος για δεύτερες σκέψεις. Με το πρώτο πλοίο από Σφακιά έφυγα για Γαύδο. Η πρώτη κουβέντα που είπα μόλις έφτασα ήταν: «Εγώ θα ζήσω εδώ!» και η επόμενη κίνηση μου να βγάλω το ρολόι μου. Στη Γαύδο δεν χρειάζεσαι ρολόι, ο χρόνος μετράει διαφορετικά! Δεν μπορώ να σας περιγράψω αυτό το συναίσθημα. Πέρασε λοιπόν ο καιρός, τελείωσε η σεζόν (να σημειωθεί ότι εργάστηκα σε ένα υπέροχο εργασιακό περιβάλλον) και σιγά-σιγά πήρα το δρόμο της επιστροφής, πράγμα δύσκολο γιατί εκτός του ότι θα αποχωριζόμουν τη Γαύδο θα άφηνα πίσω και τον σύντροφο μου, Ευτύχη Κουμαντατάκη, τον οποίο γνώρισα στο νησί. Ντόπιος, νέος, εργατικός και με μεγάλη αδυναμία στα παιδιά… όμορφος άνθρωπος. Αλλά ξέρετε αυτό που λένε πως όταν θες κάτι πάρα πολύ γίνεται; Αυτό έγινε και με εμένα! Επέστρεψα στα Χανιά μόνο και μόνο για να δουλέψω τον χειμώνα. Ο Ευτύχης μου ζήτησε να μείνω μόνιμα μαζί του…» αφηγείται η συνομιλήτρια μας, που επέστρεψε στη Γαύδο αλλά αυτή τη φορά ως μόνιμος κάτοικος.
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΑΛΛΑ ΧΩΡΙΣ ΑΓΧΟΣ
Πλέον έχει μια κόρη δύο ετών και το δικό της καφέ-ζαχαροπλαστείο. Μια νέα ζωή.
«Το να έχεις ένα ή περισσότερα παιδιά δεν το ίδιο εύκολο με το να είσαι εργένης. Πόσο μάλλον σε ένα ακριτικό νησί. Η βασική δυσκολία στη Γαύδο είναι το ιατρικό κομμάτι. Υπάρχει πάντα αγροτικός γιατρός στο νησί, αλλά σε περίπτωση που χρειαστούμε συγκεκριμένη ειδικότητα π.χ. οδοντίατρο πρέπει να πάρουμε καράβι για την Κρήτη. Σε επείγουσες περιπτώσεις υπάρχει το λιμενικό ή μπορεί να έλθει και ελικόπτερο. Για κάποιους άλλους σημαντικό πρόβλημα είναι η συγκοινωνία, (βέβαια υπάρχουν δρομολόγια 4 φορές την εβδομάδα) η τροφοδοσία (τον χειμώνα έχει συμβεί να περάσει ένας μήνας για να έλθει καράβι και μιλάμε για τρόφιμα και φάρμακα). Χρειάζεται να κάνεις καλό προγραμματισμό στις παραγγελίες σου ώστε να έχεις πάντα αρκετές προμήθειες. Επίσης θέμα υπάρχει με τα καύσιμα, την αποκομιδή των απορριμμάτων ειδικά το καλοκαίρι, αλλά και το νερό, δεν είναι πόσιμο σε όλο το νησί. Υπάρχουν όμως και πάρα πολλά θετικά. Δεν υπάρχει ο παράγοντας άγχος! Δεν υπάρχει φόβος να κοιμηθούμε με τα πορτοπαράθυρα μανταλωμένα, ούτε το να αφήσεις τα παιδιά σου να παίξουν έξω από το σπίτι μόνα τους. Εδώ τα παιδιά μεγαλώνουν ελεύθερα στη φύση. Και θέλω να σημειωθεί κάτι που ακούω συχνά όταν βρισκόμαστε με άτομα εκτός της Γαύδου: Ενα παιδί που μεγαλώνει σε ένα απομονωμένο μέρος δεν σημαίνει ότι στερείται κοινωνικοποίησης. Το παιδί είναι όπως το μάθεις. Και τα παιδιά είναι τόσο κοινωνικά όσο των οικογενειών στα αστικά κέντρα. Ισως και περισσότερο γιατί εμείς στη Γαύδου έχουμε το χρόνο και την υπομονή να ασχοληθούμε με τα παιδιά μας. Δεν μας κερδίζει ο καταναλωτισμός, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή η ανάγκη του να μείνουμε μόνοι. Εμείς εδώ ξέρουμε πως λένε τον γείτονα μας. Εσείς;»
Ρωτάμε για το 24ωρο μιας γυναίκας στη Γαύδο. Ενα 24ωρο όπως σε όλο τον κόσμο, απαντάει φυσικά η Παναγιώτα. «Είσαι στο σπίτι σου, από το πρωί δεν θες να μαγειρέψεις; Να κάνεις τις άλλες δουλειές του σπιτιού, να αφιερώσεις χρόνο στο παιδί. Το μεσημέρι δε θα φας, δε θα ξαπλώσεις; Το απόγευμα δεν θα πας για καφέ με φίλους; Ή αν έχει καλή μέρα μπορεί να παίξουμε ένα διπλό στο γήπεδο του μπάσκετ. Το βράδυ δε θα δεις ταινιούλα; Οπότε “τσακ”, πάει το 24ωρο έφυγε… Δε ζούμε σε διαφορετικό πλανήτη, σε ένα πιο μακρινό τόπο, τα ίδια πράγματα κάνουμε… ε εντάξει εμείς λίγα περισσότερα (γέλια). Βέβαια υπάρχουν πράγματα που μου λείπουν όπως οι κρητικές μουσικές σκηνές, οι βόλτες στη λαϊκή αγορά όπως κάθε κλασσική νοικοκυρά γιατί είναι πολύ σπουδαίο να διαλέγεις μόνος σου τα φρούτα και τα λαχανικά σου. Αλλά όλο αυτό το κενό το καλύπτει η ομορφιά τη Γαύδου. Ολόκληρος Οδυσσέας μαγεύτηκε από την ομορφιά της (και όχι από τη γοητεία της Καλυψώς) δεν θα μαγευόμουν εγώ; Ενας υπέροχος έναστρος ουρανός σχεδόν κάθε βράδυ, ένα ηλιοβασίλεμα που δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από αυτό της Σαντορίνης, απότομοι βράχοι που κρύβουν σπηλιές έτοιμες να εξερευνήσεις, αμέτρητες παραλίες για να απλώσεις το κορμί σου και να ακούς μόνο τον ήχο της θάλασσας. Ποια εικόνα να πρωτο-μοιραστώ μαζί σας; Αν κάποιος δεν επισκεφθεί τη Γαύδο, όσο και να του την περιγράφουν, δεν μπορεί να καταλάβει την ομορφιά της. Και όχι μόνο η Γαύδος, όλη η Ελλάδα κρύβει ομορφιές. Κάθε απομακρυσμένος ή προσβάσιμος τόπος, είτε νησί, είτε βουνό, είτε χωριό. Και ας υπάρχουν δυσκολίες, όλα διορθώνονται όταν υπάρχει θέληση και πίστη. Πόσο καλύτερα θα ήταν τα πράγματα αν οι νέοι γύριζαν στα χωριά τους, αν προσπαθούσαν για τον τόπο τους. Μακάρι να υπήρχαν και άλλες οικογένειες εδώ στη Γαύδο. Να μεγάλωναν περισσότερα παιδιά, να ήμασταν πιο πολλοί, γιατί εφόδια υπάρχουν, ζωή υπάρχει, σε νιάτα στερούμαστε λίγο…»
ΕΥΤΥΧΙΑ ΓΕΩΡΓΑΚΑ-ΛΟΥΓΙΑΚΗ: Μητέρα στη Γαύδο
GEWRGAKA-LOYGIAKH«H αλήθεια είναι ότι δεν μου άρεσε ο τρόπος ζωής στην Αθήνα. Αναζητούσα κάτι πιο αυθεντικό και πιο κοντά στη φύση. Στις διακοπές μου στη Γαύδο, γνώρισα τον σύζυγό μου. Μου μπήκε η ιδέα της μετακόμισης στο νησί και το τόλμησα» μας λέει η Ευτυχία Γεωργακά-Λουγιάκη, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην πρωτεύουσα αλλά από το 2008 ζει μόνιμα στην Γαύδο.
Οταν αποφάσισε να φύγει για τη Γαύδο τα σχόλια από τους δικούς της ανθρώπους δεν ήταν τόσο… προτρεπτικά. «Στεναχωριόντουσαν, για το πώς θα ζω χωρίς ρεύμα, απομονωμένη. Εγώ όμως ήμουν χαρούμενη και τώρα ξέρουν ότι είμαι καλά, το έχουν αποδεχθεί και το καταλαβαίνουν ότι είμαι ευτυχισμένη».
Το ότι το νησί έχει πολλές ιδιαιτερότητες, είναι απομονωμένο και δυσπρόσιτο δεν αποτέλεσε για την Ευτυχία ανασταλτικό παράγοντα. «Είμαι ενθουσιασμένη πολύ για το βήμα που έκανα και από τη ζωή μου είμαι χαρούμενη και ευτυχισμένη. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν δυσκολίες, π.χ. από τη στιγμή που έχω τρία παιδιά πάντα υπάρχει ένας προβληματισμός τι θα γίνει αν προκύψει ένα ζήτημα υγείας, αν χρειαστεί ένας γιατρός» λέει.
Ρωτάμε για την καθημερινότητα στη Γαύδο. «Ο σύζυγος φεύγει νωρίς γιατί είναι κτηνοτρόφος-αγρότης. Εγώ θα ξυπνήσω τα δύο μεγάλα παιδιά για το σχολείο θα μείνω με το δίχρονο, θα κάνω τις δουλειές του σπιτιού, θα μαγειρέψω. Εχω αρκετό χρόνο για τον εαυτό μου και το παιδί, για να περπατήσουμε στη φύση, να ταΐσουμε τα ζώα. Τα παιδιά μου θα ήθελα στο σχολείο να κάνουν υπολογιστές, μουσική, ξένη γλώσσα αλλά απέναντι σε αυτό έχουν και κάποια πλεονεκτήματα ότι νιώθουν κομμάτι τη φύσης, μεγαλώνουν μέσα σε αυτή, ίσως αυτό είναι το σημαντικότερο, γιατί αυτήν την επαφή με το περιβάλλον έχουμε χάσει οι άνθρωποι στις πόλεις μας. Το καλοκαίρι τώρα λειτουργώ ένα παραδοσιακό καφενεδάκι στο νοτιότερο άκρο του νησιού και της Ευρώπης στην Τρυπητή. Τώρα αν μας λείπουν πράγματα… τα παραγγέλνουμε τηλεφωνικά από την Παλαιόχωρα και μας τα φέρνουν με το καράβι της γραμμής. Αυτή είναι η ζωή μας, έχουμε αποδεχθεί αυτόν τον τρόπο και μας αρέσει».
Οσο για το τι θα συνιστούσε σε κάποιον που σκέφτεται επίσης να φύγει από τη μεγαλούπολη για την επαρχία, η Ευτυχία τονίζει πως «είναι διαφορετικό να ζεις σε ένα χωριό έστω απομακρυσμένο όπου μπορείς όμως να φύγεις ή να πας με το αυτοκίνητο από το να ζεις σε ένα νησί που μπορεί να αποκλειστείς λόγω κακοκαιρίας για 15-20 ημέρες. Πολλοί λένε ότι “θα ήθελα να το τολμήσω και εγώ” αλλά ελάχιστοι το κάνουν και οι περισσότεροι δεν θα αντέξουν για πολύ καιρό. Επειδή είμαι άνθρωπος που απολαμβάνω και τη μοναξιά και την έντονη επαφή με τη φύση ήταν πιο εύκολο να προσαρμοστώ στις συνθήκες της Γαύδου».
 
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΟΥΛΕΡΟΣ: «Δεν αλλάζω με τίποτα τη ζωή στο χωριό»

Αποφάσισε να ζήσει στη Λιτσάρδα Αποκορώνου πριν από περίπου 4 χρόνια, αφήνοντας πίσω του την πόλη των Χανίων στην οποία έμενε για 14 ολόκληρα χρόνια. Νωρίτερα και για αρκετό καιρό είχε γευτεί την εμπειρία της Αθήνας στην οποία είχε βρεθεί από τον τόπο καταγωγής του, τη Χαλκίδα.
Για τον Γιάννη Μπουλέρο η «επιστροφή στη φύση» υπήρξε μια απόδραση από την κουραστική ρουτίνα της πόλης και συνάμα μια επαγγελματική διέξοδος. «Ήθελα να αρχίσω έναν διαφορετικό τρόπο ζωής, πιο ανθρώπινο και πιο φυσικό σε όλα τα επίπεδα και να αφήσω πίσω μου το άγχος και την ταχύτητα που κυλούν τα πράγματα στην πόλη!», εξηγεί.
Ο Αποκόρωνας υπήρξε για εκείνον μια ιδανική επιλογή λόγω της φύσης και της άγριας ομορφιάς του. Μια επιλογή ζωής: «Εβλεπα να περνάει η ζωή μου στην πόλη χωρίς ποιότητα και με μεγάλο άγχος να ανταπεξέλθω στις υποχρεώσεις μου οικονομικά. Πολλές ώρες εργασίας και τα χρήματα δεν έφταναν, γιατί έπρεπε ακόμα και το λάδι μου να το αγοράσω! Το βέβαιο είναι ότι στην πόλη χρειάζεσαι περισσότερα χρήματα για να ζήσεις από ό,τι στο χωριό».
Στη Λιτσάρδα συνάντησε έναν άλλο κόσμο: «Πάντα μου άρεσε να μένω στα χωριά. Οι άνθρωποι είναι πιο πράοι, πιο αυθεντικοί γιατί ζουν πιο κοντά στο φυσικό τους περιβάλλον. Αντίθετα στην πόλη οι άνθρωποι τρέχουν διαρκώς κι έχουν ξεχάσει να χαμογελούν! Είναι σκληρό να βλέπεις τους ανθρώπους που συναναστρέφεσαι στις πόλεις να μην χαμογελούν».
Η μετάβαση από την πόλη στο χωριό έκρυβε πολλές δυσκολίες: «Ακόμα και για το πιο απλό θα έπρεπε να ψάξω λύσεις. Θυμάμαι ότι αν έσπαγε ένα κλειδί ή χαλούσε κάποιoς σωλήνας περίμενα καιρό κάποιον επαγγελματία να έρθει από την πόλη ή έπρεπε να τα φτιάξω μόνος μου. Οι καιρικές συνθήκες είναι δύσκολες αν δεν είσαι σωστά προετοιμασμένος, ενώ είναι πολλές ώρες ή και μέρες, που μένεις μόνος σου χωρίς να συναντηθείς με κάποιον άνθρωπο. Στην αρχή μοιάζει δύσκολο. Οσο περνάει ο καιρός όμως καταλαβαίνεις ότι είναι σημαντικό κάθε άνθρωπος να έχει χρόνο με τον εαυτό του και να μην τον σπαταλάει άσκοπα μπροστά σ’ έναν υπολογιστή».
Ρωτάω τον Γιάννη αν του λείπει κάτι από την “προηγούμενη” ζωή του: «Τους πρώτους μήνες ένιωθα ότι πράγματα που είχα στην πόλη, όπως η ευκολία να πας σινεμά, να συναντηθείς με τους φίλους σου ή ακόμα να παραγγείλεις φαγητό, μου έλειπαν κάπως. Ομως με τον καιρό καταλαβαίνεις ότι όλα αυτά είναι ασήμαντα σε σχέση με τα καινούρια ενδιαφέροντα και τον τρόπο ζωής στο χωριό. Είναι ωραίο να έχεις αυγά από τις κότες σου, τα λαχανικά, τα φρούτα και όλα τα καλούδια σου. Είναι ωραίο να ανταλλάσσεις προϊόντα με τους γείτονες και να ξέρεις ότι τρως υγιεινά. Είναι ωραίο να κάνεις περιπάτους και να απολαμβάνεις τις μυρωδιές από τα άνθη και τις εικόνες που προσφέρει η φύση. Μετά από 4 χρόνια στο χωριό δεν θα μπορούσα να επιστρέψω να ζήσω ξανά στην πόλη. Την ηρεμία και την υγιεινή ζωή του χωριού δεν την αλλάζω με τίποτα!».
Αναμφίβολα η αγωνία για κάθε νέο άνθρωπο είναι η επιβίωση. Ωστόσο, το χωριό προσφέρει τις δικές του εναλλακτικές: «Οταν ξεκινάς να ζήσεις στο χωριό πρέπει να έχεις ένα πλάνο για το τι θα κάνεις. Οι επιλογές που έχεις όμως είναι πολύ περισσοτερες από ό,τι στην πόλη», σημειώνει ο Γιάννης, ο οποίος βιοπορίζεται με τον αγροτουρισμό και την οικοτεχνία.
«Οι άνθρωποι εκτιμούν ό,τι παράγεται στα χωριά και το στηρίζουν. Γνωρίζω πολλούς νέους σαν εμένα που επιβιώνουν φτιάχνοντας σαπούνια, γλυκά κουταλιού, ξύλινες κατασκευές, καλλιεργούν εποχιακά λαχανικά κ.ά. που πωλούν και τους μένει και χρόνος για να αναπτύξουν και άλλες δραστηριότητες που τους αρέσουν και αποφέρουν εισόδημα», υπογραμμίζει.
ΑΝΝΑ ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ: «Δικαιωμένοι για την επιλογή μας»
kontolewn2017H ομορφιά της παλιάς πόλης, η ηρεμία του τρόπου ζωής και η πανέμορφη φύση κέρδισαν τη συγγραφέα Αννα Κοντολέων που μαζί με τον άντρα της και τον γιο τους, αποφάσισαν το 2014 να μετακομίσουν από την Αθήνα και να εγκασταθουν μόνιμα στα Χανιά, δημιουργώντας έναν χώρο παιχνιδιού και δημιουργικής απασχόλησης.
«Στα Χανιά μάς έφεραν οι συγκυρίες, δεδομένου ότι ούτε ο σύζυγός μου, ούτε κι εγώ δεν έχουμε καταγωγή ή συγγενείς εδώ. Για πρώτη φορά ήρθαμε πριν από 7 χρόνια, όταν με κάλεσαν ως αναπληρώτρια θεατρολόγο στις αρχές του φθινοπώρου και μείναμε μέχρι την άνοιξη. Μας κέρδισε η ομορφιά της παλιάς πόλης – όπου μέναμε τότε, η ηρεμία του τρόπου ζωής και η πανέμορφη φύση περιφερειακά της πόλης. Οταν ύστερα από δύο χρόνια μας δόθηκε και πάλι η δυνατότητα να ξαναέρθουμε, χωρίς να το πολυσκεφτούμε, αποφασίσαμε να εγκατασταθούμε εδώ μόνιμα. Σκεφτήκαμε ότι έτσι θα εξασφαλίζαμε μια καλύτερη ποιότητα ζωής για εμάς και για το γιο μας», μας λέει και προσθέτει: «Ευτυχώς, το συγγραφικό μου έργο δεν επηρεάζεται όπου κι αν βρίσκομαι. Αρκεί να έχω διαθέσιμο έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή και μια σύνδεση στο δίκτυο».
Τη ρωτάμε για τα θετικά και τα αρνητικά του να ζεις εκτός Αθηνών, σε μια πόλη της περιφέρειας όπως τα Χανιά: «Στα θετικά θα έλεγα οπωσδήποτε η ηρεμία και η ησυχία, η ευκολία και η ταχύτητα στις μετακινήσεις, η εύκολη πρόσβαση στην ύπαιθρο, η οικειότητα.
Στα αρνητικά η περιορισμένη πολιτιστική κίνηση (αν και πρέπει να σημειώσω ότι τα Χανιά είναι μια πόλη με πολλές πολιτιστικές προτάσεις, ωστόσο σε σύγκριση με την Αθήνα οπωσδήποτε υπάρχουν ουσιαστικές ελλείψεις), η δυσκολία στη σύνδεση με την υπόλοιπη ηπειρωτική Ελλάδα (κάτι που βέβαια αφορά όλα τα νησιωτικά μέρη), η απόσταση από συγγενείς και φίλους και η οικειότητα και πάλι, την οποία τοποθετώ και στις δύο κατηγορίες, γιατί έχει πλεονεκτήματα αλλά και μύρια όσα μειονεκτήματα, ειδικά για ανθρώπους συνηθισμένους στη ζωή μιας μεγαλούπολης».
«Υπήρξαν στιγμές που μετανιώσατε, για αυτήν σας την απόφαση;» τη ρωτάμε και μας απαντά: «Οπως είναι λογικό η ζωή μας εδώ αυτά τα πέντε χρόνια είχε και καλές και κακές στιγμές. Τα αρχικά μας σχέδια ανατράπηκαν, επαναπροσδιορίσαμε τις επιλογές μας, πήραμε το ρίσκο να δημιουργήσουμε μια νέα επιχείρηση άγνωστοι μεταξύ αγνώστων και σήμερα, δύο χρόνια μετά, νιώθουμε δικαιωμένοι για την επιλογή μας. Υπάρχουν πάρα πολλές οικογένειες που επισκέπτονται συστηματικά τον χώρο μας, το “Μικρό Τριανόν”, ένα χώρο δημιουργικής απασχόλησης για παιδιά μ’ ένα καφέ για τους γονείς. Εχουμε τη χαρά να βλέπουμε τα παιδιά να παίζουν και να μεγαλώνουν μέρα τη μέρα, τα βρεφικά μας τμήματα και τα καλοκαιρινά μας προγράμματα να έχουν πια τακτικούς “θαμώνες”.
Αντιμετωπίζουμε καθημερινά δυσκολίες, άλλοτε αναμενόμενες, άλλοτε αναπάντεχες, δίκαιες ή άδικες, αλλά δεν το μετανιώνουμε. Στη ζωή όλα είναι καλοδεχούμενα».
«Αν ένα ζευγάρι θα ήθελε να φύγει από το κλεινόν άστυ και να ζήσει στα Χανιά, τι θα το συμβουλεύατε ;»ρωτάμε, κλείνοντας τη συζήτηση: «Υπάρχουν κάποιες παράμετροι που θα πρέπει να σταθμίσει κανείς προτού πάρει την απόφαση να εγκατασταθεί εδώ. Για παράδειγμα είναι γνωστό ότι στα Χανιά είναι πολύ ψηλά τα ενοίκια και δυσεύρετα τα σπίτια. Υπάρχει μεγάλη προσφορά δουλειών, αλλά η πλειονότητα είναι εποχιακές. Αν δεν έχει κανείς ελεύθερο επάγγελμα ή κάποια επαγγελματική πρόσκληση να τον περιμένει, καλό θα ήταν να έχει κάνει μια έρευνα εργασίας πριν αποφασίσει τη μετάβαση.
Οι άνθρωποι εδώ είναι ιδιαίτερα φιλόξενοι, αλλά οι ευκαιρίες δεν χαρίζονται. Και η υπεροψία δεν συγχωρείται. Αν όμως κάποιος δουλέψει σκληρά και με εντιμότητα είναι σίγουρο ότι θα δει πολλές πόρτες να του ανοίγονται και τους Χανιώτες να τον αγκαλιάζουν και να τον στηρίζουν. Κι αυτή είναι η καλύτερη ανταμοιβή» μας απαντά.