Κυριακή 12 Μαΐου 2019

ΠΑΙΔΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΞΟΡΙΣΤΩΝ ΜΙΛΟΥΝ ΓΙΑ ΤΑ ΜΕΤΕΜΦΥΛΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΧΟΥΝΤΑ

«Η μαμά και ο μπαμπάς πήγαν… εξορία»

Ο Σάββας Νιζαμίδης σε ηλικία 3 ετών το 1965. Μετά από δύο χρόνια είδε και τους δύο γονείς του να παίρνουν τον δρόμο της εξορίας, όπως είχε ζήσει και ο αδελφός του Γιάννης (πρώτος από δεξιά) με τον οποίο είχαν 19 χρόνια διαφορά, την περίοδο του εμφυλίου!Στα χρόνια της Χούντας και στη δύσκολη μετεμφυλιακή Ελλάδα. Ενας ολόκληρος κόσμος σε φυλακές, στρατόπεδα, ξερονήσια. Πίσω τους οικογένειες και χιλιάδες παιδιά. Τι σημάδια άφησε ο βίαιος αυτός χωρισμός στις παιδικές ψυχές; Πώς βίωσαν τον αποχωρισμό και πώς κατάφεραν να επιβιώσουν χωρίς τον ένα ή και μερικές φορές δίχως και τους δύο γονείς; Το σημερινό μας αφιέρωμα έχει να κάνει με τα παιδιά των πολιτικών εξόριστων. Και τις διηγήσεις τους για όλα αυτά που χαρακτήρισαν μια ολόκληρη εποχή…
 
«Με πήραν από τα χέρια τους στα κρατητήρια της ασφάλειας  »
Ο Σάββας Νιζαμίδης σε ηλικία 3 ετών το 1965. Μετά από δύο χρόνια είδε και τους δύο γονείς του να παίρνουν τον δρόμο της εξορίας, όπως είχε ζήσει και ο αδελφός του Γιάννης (πρώτος από δεξιά) με τον οποίο είχαν 19 χρόνια διαφορά, την περίοδο του εμφυλίου!
Ο Σάββας Νιζαμίδης σε ηλικία 3 ετών το 1965. Μετά από δύο χρόνια είδε και τους δύο γονείς του να παίρνουν τον δρόμο της εξορίας, όπως είχε ζήσει και ο αδελφός του Γιάννης (πρώτος από δεξιά) με τον οποίο είχαν 19 χρόνια διαφορά, την περίοδο του εμφυλίου!
«Ημουν 5 ετών όταν έγινε το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Θυμάμαι να με παίρνουν οι αστυνομικοί μέσα από τα χέρια των γονιών μέσα στα κρατητήρια της ασφάλειας. Οι γονείς μου να θέλουν να με κρατήσουν, οι αστυνομικοί να με τραβάνε… έτσι έζησα εκείνη την ημέρα» είναι τα λόγια του Σάββα Νιζαμίδη.
Η οικογένεια του είναι από τα Γιαννιτσά.
Ο ίδιος έζησε και εργάστηκε για χρόνια στα Χανιά ως γυμναστής και προπονητής.
Στην περίπτωση της οικογένειας του Σάββα Νιζαμίδη συμβαίνει κάτι ιδιαίτερο. Ο μεγάλος του αδελφός Γιάννης (19χρόνια διαφορά!) μεγάλωσε με τον παππού του γιατί στον εμφύλιο και οι δύο γονείς του Γιάννης και Ουρανία Νιζαμίδου ήταν εξόριστοι, και ο ίδιος ο Σάββας Νιζαμίδης έζησε τη σύλληψη και την εξορία στη Γυάρο και πάλι του πατέρα και της μητέρα του 20 χρόνια μετά από τους Απριλιανούς αυτή τη φορά!
«ΚΟΜΙΤΑΤΖΗΣ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΑΣ»
«Στη δική μου περίπτωση η αδελφή της μητέρας μου και ο άνδρας της ήταν χουντικοί και δεν είχαμε καθόλου καλή σχέση και δεν με κράτησαν. Ετσι με πήραν κάποιοι άλλοι συγγενείς. Πληγώθηκα πάρα πολύ από το χωρισμό αυτό. Στο σχολείο με φώναζαν “κομιτατζή”, με έλεγαν “εγκληματία”. Δεν θα ξεχάσω τον δάσκαλο που καθημερινά με έδερνε με τη βίτσα. Γιατί; Γιατί οι γονείς μου ήταν αυτό που ήταν, και αυτός ήταν χουντικός. Στη μεταπολίτευση βέβαια και αυτός…  “μεταμορφώθηκε” και έγινε… ΠΑΣΟΚ. Το πιο σκληρό όμως ήταν το ψυχολογικό. Επειδή οι γονείς μου ήταν στη φυλακή αυτό πέρασε μέσα μου, δεν μπορούσα να το διαχειριστώ ως παιδί. Ελεγα μέσα μου ότι για να είναι οι γονείς μου στη φυλακή έκαναν κάτι “κακό”. Το έφερα βαρέως εκείνα τα χρόνια.
Από την άλλη όμως με έκανε πιο δυνατό ως χαρακτήρα και ως άνθρωπο. Οσο μεγάλωνα ένιωθα όλο και πιο περήφανος για τους γονείς μου. Οι γονείς μου ήταν απλοί αγρότες, άνθρωποι που μπήκαν στο ΕΑΜ για να παλέψουν για την απελευθέρωση. Και ήταν τόσο ισχυρό αυτό που πήραν από εκεί που έγιναν αριστεροί.
Η μητέρα μου ήταν του δημοτικού και με τα μαθήματα που έκαναν οι κρατούμενοι μέσα στις φυλακές έμαθε Γαλλικά, λάτρεψε τη λογοτεχνία, μέχρι τα τελευταία της χρόνια αγόραζε συνέχεια βιβλία. Γνώρισαν σπουδαίους ανθρώπους των γραμμάτων, των τεχνών, της πολιτικής με τους οποίους κράτησαν επαφές σε όλη τους τη ζωή» διηγείται.
Στα τέλη του ’68 οι γονείς του αποφυλακίζονται αλλά τα βάσανα δεν τελειώνουν. Σχεδόν καθημερινές οι ενοχλήσεις από τα όργανα της τάξης, οι κλήσεις στο αστυνομικό τμήμα, ο φόβος μήπως φύγουν και πάλι για κάποια φυλακή ή κάποιο ξερονήσι υπαρκτός. «Ο φόβος αυτός δεν έφυγε ούτε στη μεταπολίτευση. Τα πρώτα χρόνια ήταν εξίσου δύσκολα. Στην εφηβεία μου είχα συλληφθεί δύο φορές τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης από την αστυνομία με την κατηγορία ότι έγραφα συνθήματα σε τοίχους. Ψεύτικη κατηγορία φυσικά, με συνέλαβαν  στα καλά καθούμενα βράδυ καθώς γυρνούσα σπίτι με τα πόδια. Σου λένε ποιον να πιάσουμε; Τον Νιζαμίδη… Για αυτό και είχα αθωωθεί και στα δύο δικαστήρια γιατί δεν υπήρχε κανένα πειστήριο μπογιές, πινέλα, σπρέι! Το λέω αυτό γιατί τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης το κυνήγι δεν είχε σταματήσει, το παρακράτος “έλυνε και έδενε”.
Για αυτό τον λόγο και μέχρι και σήμερα έχω μια απέχθεια για την αστυνομία. Έχω φίλους αστυνομικούς αλλά…»
Εχοντας διαβάσει το βιβλίο της μητέρας του Σάββα, του μιλάμε για την πικρία που διακρίνουμε στις διηγήσεις της. Ο Σάββας συμφωνεί… «Η μητέρα του όπως φαίνεται και στο βιβλίο που γράφηκε για τη ζωή της και βγήκε μετά το θάνατο της όπως είχε ζητήσει το έφερε πολύ βαριά ότι αυτή ήταν μακριά μου και εγώ μεγάλωνα όπως μεγάλωνα.
Για αυτό και όταν γεννήθηκε η κόρη μου το 1997 η μητέρα μου αντιμετώπισε μεγάλο ψυχολογικό πρόβλημα, είχε μελαγχολήσει και η αιτία όπως μας είπαν και ψυχολόγοι ήταν η ευθύνη που ένιωθε απέναντι στο μωρό, σε σχέση με εμάς που μικρά μάς είχε αφήσει πίσω.
Αντίθετα ο πατέρας μου, ακόμη και τώρα που έχει φτάσει τα ’98, είναι πολύ δυνατός άνθρωπος και ξεπερνούσε τις καταστάσεις πιο εύκολα.»
«Να έχεις τον πατέρα σου μακριά… δύσκολο πράγμα»
Για τον Ιλαρίωνα Στρατηγάκη μιλάνε τα παιδιά του
Για τον Ιλαρίωνα Στρατηγάκη μιλάνε τα παιδιά του
«Είχε τραβήξει ο πατέρας μου τα πάνδεινα την εποχή εκείνη» θυμούνται τα αδέλφια Μανώλης, Ελευθερία και Υακίνθη Στρατηγάκη.
Ο πατέρας τους Ιλαρίων Στρατηγάκης ήταν ένας πολύ δημιουργικός άνθρωπος την εποχή του μεσοπόλεμου. «Ο πατέρας μας είχε δύο μαγαζιά στην παλιά πόλη μέχρι και τον πόλεμο. Καταστράφηκαν από τους βομβαρδισμούς. Ηταν πολύ ικανός άνθρωπος, είχε μάλιστα κάνει και δύο ευρεσιτεχνίες μια από αυτές ένα μηχάνημα που έφτιαχνε χαρτοσακούλες! Τίμιος, σωστός, όλη η κοινωνία τον σέβονταν» λένε. Μέσα στην κατοχή ο κ. Στρατηγάκης συμμετείχε στην αντίσταση, συνελήφθη από τους Γερμανούς και κρατήθηκε στην Αγιά. «Οποιος πήγαινε τότε στην Αγιά, δεν είχε καλό τελειωμό. Ευτυχώς αποφυλακίσθηκε. Ήλθε μετά η απελευθέρωση και ο εμφύλιος… Αλλο κυνήγι πάλι αυτό. Τον συνέλαβαν και τον έκλεισαν στο “Iντζεδίν”. Βασανίστηκε στα κρατητήρια της ασφάλειας του έκαναν φάλαγγα, για να μαρτυρήσει, να καταδώσει. Αντεξε όμως γιατί πίστευε στην ιδεολογία του».
Με τον πατέρα στη φυλακή, η οικογένεια ζούσε χάρις στη μοδιστρική της μητέρας και των μεγάλων αδελφών. Όμως οι δυσκολίες δεν σταμάτησαν ποτέ. «Να έχεις τώρα τον πατέρα σου μακριά, δύσκολο πράγμα. Ανησυχούσαμε πολύ. Οσο ήταν στο Ιντζεδίν βέβαια πηγαίναμε και τον βλέπαμε. Του πηγαίναμε τσιγάρα γιατί κάπνιζε πολύ. Επειδή εγώ ήμουν στην ΕΠΟΝ κατά τη διάρκεια της κατοχής, κάποιος με κατέδωσε και με έπιασαν και με κράτησαν για δύο μήνες στα κρατητήρια και στο Φιρκά τότε που το χρησιμοποιούσε για φυλακή ο στρατός. Ενήργησε τότε ένας βουλευτής ο Μανώλης Μπακλατζής για να με αφήσουν » θυμάται η κα Ελευθερία.
«Στο Ενετικό Λιμάνι περιμέναμε τα καΐκια… μήπως»
«Καθόμασταν εδώ στο λιμάνι και βλέπαμε τα καΐκια να έρχονται από τον Φάρο και έλεγα κάποια μέρα με ένα από αυτά θα γυρίσει και ο πατέρας» διηγείται η Μ. Μαριόλη
«Καθόμασταν εδώ στο λιμάνι και βλέπαμε τα καΐκια να έρχονται από τον Φάρο και έλεγα κάποια μέρα με ένα από αυτά θα γυρίσει και ο πατέρας» διηγείται η Μ. Μαριόλη
«Έπαιρνα τον ξάδελφο μου που ήταν μικρότερος, φεύγαμε από το σπίτι μας στην Σπλάντζια και πηγαίναμε στο παλιό λιμάνι κάθε μέρα και καθόμασταν με τις ώρες. Κοιτούσαμε προς τη μεριά του Φάρου όπως έμπαιναν τα καΐκια και του έλεγα “Μανώλη με αυτά θα έλθει κάποια μέρα ο μπαμπάς σου και ο μπαμπάς μου”» θυμάται η κα Μαρία Μαριόλη-Αντωνιάδου, ένα από τα τέσσερα κορίτσια του Παναγιώτη και της Σοφίας.
«Ο πατέρας μου γεννήθηκε το 1905 στο Αϊδίνι της Σμύρνης. Από μικρός κιόλας ήταν μέλος στο ΣΕΚ, τον προπομπό του ΚΚΕ. Είχε τελειώσει το Σχολαρχείο, είχε μάθει Γερμανικά, Ιταλικά, πιάνο και ήταν έτοιμος να μπει στο πανεπιστήμιο για να γίνει φιλόλογος. Εγινε η Μικρασιάτικη καταστροφή και ήλθε στην Κρήτη. Ανοιξε εμποροραφείο και άρχισε να συνδικαλίζεται. Πολέμησε στο Αλβανικό μέτωπο και στην κατοχή μετέφερε μηνύματα στους αντάρτες, είχε τον ρόλο του συνδέσμου. Ξεκινάει ο εμφύλιος και τον έπιασαν μέσα στο μαγαζί του, χωρίς κάποια ιδιαίτερη κατηγορία απλά ως κομμουνιστή κ.λπ. Τον πήγαν αρχικά στις επανορθωτικές φυλακές. Η μάνα μου ήταν έγκυος σε εμένα. Ελεγαν πολλοί στη μάνα μου “να πας να του κλαφτείς με την κοιλιά να υπογράψει δήλωση μετανοίας για να τον αφήσουν ελεύθερο”. Η μάνα, Σφακιανή, απαντούσε “δεν το κάνω γιατί από την πρώτη ημέρα που τον γνώρισα μου είπε τι είναι”. Στα Χανιά έμεινε ένα τρίμηνο φυλακή και μετά Ικαρία, Μακρόνησο μέχρι που έκλεισε το στρατόπεδο συγκέντρωσης εκεί το 1958» αφηγείται η συνομιλήτριά μας.
ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΚΟΡΕΣ, ΜΙΑ ΜΗΤΕΡΑ
Η Μ. Μαριόλη (μωρό στην αγκαλιά της μητέρας της) μαζί με τις τρεις αδελφές της την εποχή που ο πατέρας της ήταν εξόριστος
Η Μ. Μαριόλη (μωρό στην αγκαλιά της μητέρας της) μαζί με τις τρεις αδελφές της την εποχή που ο πατέρας της ήταν εξόριστος
Γεννηθείσα το 1948 κατάφερε να δει τον πατέρα της όταν ήταν έφηβη αφού μέχρι τότε αυτός γύριζε τις εξορίες και τις φυλακές της χώρας. Πώς σας μεγάλωσε η μητέρα σας τέσσερα κορίτσια εκείνα τα χρόνια το εύλογο ερώτημα; «Μην το συζητάς, να σου πω ότι μεγαλώσαμε μόνοι μας; Η μητέρα μου πήγαινε όλο το χειμώνα μαζώχτρα στα χωριά για τις ελιές και όλο τον άλλο καιρό πλύστρα από το πρωί μέχρι το βράδυ. Μας μεγάλωνε η γιαγιά, η μάνα του πατέρα μου, να μας φέρει λίγο ψωμί, να μας πλύνει και να μπαλώσει τα ρούχα μας. Μάζευε η μάνα και χόρτα για να τα πουλήσει αλλά ο μανάβης δεν τα έπαιρνε γιατί ο πατέρας μου ήταν στην Μακρόνησο… Εδινε η “ΟΥΝΡΑ” (σ.σ. οργανισμός περίθαλψης του ΟΗΕ) τότε μέσω της Εκκλησίας κάτι τρόφιμα αλλά εμείς δεν παίρναμε γιατί ο πατέρας μου ήταν κομμουνιστής… Δεν μας έδωσαν προσφυγικό σπίτι γιατί ο πατέρας μου δεν υπέγραφε δήλωση. Μεγαλώναμε στην ουσία μόνες μας και η μοναχικότητα έγινε δρόμος στη ζωή μας. Βγήκαμε λαβωμένοι, όχι μόνο εμείς, όλη η γενιά μας, από την εποχή αυτή. Σφακιανή η μάνα μου, μας έλεγε όταν μας προσφέρουν φαγητό να λέμε ότι είμαστε φαγωμένοι. Υπερήφανη γυναίκα! Η μόνη που μας περιέθαλψε ως παιδιά ήταν η κα Ελένη Γαρεδάκη, μια πολύ καλή γειτόνισσα.»
Και η κοινωνία, οι άλλοι γείτονες, τα άλλα παιδιά…; «Με τα παιδιά δεν είχαμε καμία διαφορά όλοι φτωχόπαιδα, όλοι προσφυγόπουλα ήμασταν, τι διαφορά να έχουμε; Στο σχολείο είχαμε θέμα γιατί έπιαναν οι ασφαλίτες τις συμμαθήτριες μας και τους έλεγαν να μην μας κάνουν παρέα γιατί ήμασταν… πορνίδια! Και όσο μεγαλώναμε παρακολουθούσαν και εμάς. Πιο μεγάλες αν καθυστερούσαμε να γυρίσουμε και ανησυχούσε η μητέρα μου, της έλεγα “μην στεναχωριέσαι ρε μάνα αφού έχω τον ασφαλίτη πίσω μου”. Στις πλατείες τώρα τρώγαμε άλλο “μπούλινγκ” από τους πιο μεγάλους. Ήμασταν και “τουρκόσποροι” ως Μικρασιάτες και “εαμοβούλγαροι” ως οικογένεια με πατέρα κομμουνιστή».
Ζητάμε από την κ. Μαριόλη να θυμηθεί ένα περιστατικό της εποχής εκείνης. «Ηταν το 1958 και ο πατέρας μου και ο θείος μου εξορία. Τότε στις εκλογές η ΕΔΑ γίνεται αξιωματική αντιπολίτευση και είχαμε την ελπίδα ότι θα ελευθερωθούν. Παίρνω λοιπόν το ξαδελφάκι μου, 10 χρονών εγώ, 7 αυτός και βρίσκουμε χρώματα και πάμε στη Χαλέπα στη Δαγκλή εκεί που είναι σήμερα ένα ΣΥΝΚΑ, ήταν τότε πάρκιγκ που πάρκαρε τα τζιπάκια της η χωροφυλακή. Γράψαμε στον τοίχο… “λευτεριά”; Δεν θυμάμαι ούτε και εγώ τι γράψαμε, κάτι τέτοιο! Μας πιάνουν λοιπόν οι χωροφύλακες και μας πήγαν στον ανακριτή. Μου λέει αυτός να πω ότι με έβαλε να γράψω τα συνθήματα ο πατέρας μου που ήταν τότε στη Μακρόνησο και τον ξάδελφο μου ο πατέρας του που ήταν στο Αγιο Ευστράτιο. Προφανώς για να τους ρίξουν και άλλες κατηγορίες! Εγώ είπα ότι “δεν τον έχω γνωρίσει τον πατέρα μου χάρις σε εσάς, ούτε γράμματά του δεν μας αφήνετε να πάρουμε”. Ήμουν προετοιμασμένη βλέπεις… και μου αστράφτει μια σφαλιάρα. Εφαγε και αν έφαγε κόσμο αυτός ο εισαγγελέας… “Παρατήστε τους, μα και τα πιρούνια που τρώνε είναι κόκκινα” είπε και μας άφησαν. Ουσιαστικά τον πατέρα μου τον έζησα στο σπίτι μετά το 1963 όταν τότε η “Ένωση Κέντρου” είχε πάρει κάποιες αποφάσεις και άνοιξαν τα ξερονήσια».
ΣΤΗ ΧΟΥΝΤΑ
Ακολούθησε η χούντα και πάλι ο φόβος για νέες διώξεις. «“Αντωνιάδη δεν σε παίρνει κάτσε στα αυγά σου γιατί γέρασες” του είχαν πει. Σιγά μην κάτσει στα αυγά του ο πατέρας μου. Εκανε πολιτική δουλειά όποτε και όπως μπορούσε» θυμάται.
Ρωτάμε για το αν ο ίδιος αναφερόταν στο παρελθόν του. «Ηταν σεμνός πολύ, σπάνια μιλούσε για όσα τράβηξε, τα περισσότερα τα μάθαμε από άλλους. Βλέπαμε τα σημάδια από τα βγαλμένα νύχια, τις νυχιές από τις γάτες που τους έβαζαν μαζί μέσα σε σακιά στη Μακρόνησο, φορούσε και ένα ζωνάρι από μαλλί πάντα στη μέση γιατί είχε διαλυθεί από τα βασανιστήρια. Θυμάμαι επίσης πως δεν είχαμε ψυγείο και πουλούσαν κολώνες πάγου που ο κόσμος τις έπαιρνε στα σπίτια του. Έλεγε η μάνα μου “Πάνο μου να πάρουμε μια κολόνα πάγου να τη βάλουμε σε σκάφη για να κρατάμε δροσερό το νερό και να κρατάμε και τα τρόφιμα”. Δεν ήθελε να το ακούσει ο πατέρας μου γιατί θυμόταν ένα βασανιστήριο που τους έβαζαν πάνω στις παγοκολόνες.
Αυτή ήταν η ζωή του. Και τον δρόμο του τον ακολουθήσαμε και εμείς. Οπως λένε οι Κοκοβλήδες άλλος δρόμος δεν υπήρχε … Μεγαλώνεις και κρίνεις ότι ο πατέρας σου μαχόταν για κάτι που άξιζε. Δεν αγωνίστηκε για να κερδίσει κάτι προσωπικά, για μια καλύτερη κοινωνία αγωνίστηκε» καταλήγει.
«Φυλακίσθηκαν γιατί δεν ήθελαν να καταδώσουν»
Ο Κ. Πετακάκης με το βιβλίο του θείου του Λευτέρη Ηλιάκη και τη φωτογραφία του πατέρα του και της μητέρας του
Ο Κ. Πετακάκης με το βιβλίο του θείου του Λευτέρη Ηλιάκη και τη φωτογραφία του πατέρα του και της μητέρας του
«Οι γονείς φυλακίσθηκαν και εξορίστηκαν γιατί δεν ήθελαν να καταδώσουν τα αδέλφια της μητέρας μου Λευτέρη και Γιάννη Ηλιάκη» πιστεύει ο κ. Κωστής Πετακάκης. Γεννήθηκε το 1945, ένα από τα οκτώ παιδιά του Ανδρέα Πετακάκη και της Μαρίας Ηλιάκη.
Τα αδέλφια της μητέρας του, Λευτέρης και Γιάννης Ηλιάκης, ήταν ενεργά μέλη της αντίστασης και στη συνέχεια του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.
«Ο πατέρας μου ήταν ένας απλός αγρότης, δεν είχε ενεργό συμμετοχή στα πολιτικά πράγματα. Ηταν θρησκευόμενος, πάντα επίτροπος της εκκλησίας λόγω της τιμιότητας και της εργατικότητας του. Στην ουσία τιμωρήθηκε επειδή δεν κατέδωσε τους κουνιάδους του. Η μητέρα μου ήταν πιο πολιτικοποιημένη» θυμάται ο κ. Πετακάκης.
Ήταν μια εποχή μετά τον εμφύλιο που ο πατέρας του ήταν στη φυλακή, η μητέρα του μαζί με το μικρότερο από τα παιδιά στην εξορία και τα υπόλοιπα αδέλφια διασκορπισμένα ανάμεσα στους συγγενείς!
«Ο πατέρας μου καταδικάστηκε 4 χρόνια φυλακή επειδή δεν κατέδιδε. Τον πήγαν στην Αγιά. Η μητέρα μου πάλι αρχικά φυλακίσθηκε στο Ρέθυμνο και στο Λασίθι και μετά εξορίστηκε στη Μακρόνησο και στο Τρίκερι. Ποιος μας μεγάλωσε; Ολοι μοιραστήκαμε σε σπίτια συγγενών. Εγώ ήμουν στον νονό μου στα Πεμόνια, άλλοι σε άλλους συγγενείς. Εγώ τότε μικρό παιδί δεν μπορούσα να καταλάβω τι συνέβαινε. Η οικογένεια των Θωμαδάκηδων στην οποία έμενα με πρόσεχε λες και ήμουν δικό τους παιδί και έτσι ξεπέρασα τα όποια προβλήματα. Οταν κάποια στιγμή επέστρεψαν οι γονείς μου από τις φυλακές και τις εξορίες δεν ήθελαν να μιλάνε για αυτά πολύ, αλλά σίγουρα δεν είχαν μετανιώσει ποτέ για τη στάση τους, ότι δηλαδή δεν κατέδωσαν» θυμάται ο συνομιλητής μας.
Τον ρωτάμε για τις σχέσεις τους με τους συγχωριανούς τους. «Ο απλός κόσμος δεν είχε τίποτα με μας, ούτε και εμείς φυσικά με αυτόν. Μια χαρά ήμασταν. Τώρα η χωροφυλακή ήταν κάθε μέρα στο σπίτι για ελέγχους, να ψάχνουν τους μπαρμπάδες μου. Μια φορά θυμάμαι πως χάλασαν ένα φούρνο που είχαμε μέσα στο σπίτι ψάχνοντας να βρουν, τι να βρουν..; Αυτό συνεχίσθηκε έπειτα στη δικτατορία την Απριλιανή. Όταν έγινε η χούντα ήμουν φαντάρος στις τελευταίες ημέρες μου. Με το που απολύθηκα, Κυριακή γύρισα στο χωριό και την Τρίτη με κάλεσαν στο αστυνομικό τμήμα. Ελέγχους στο σπίτι πάλι, τα ίδια και τα ίδια. Τον θείο μου τον Λευτέρη τον γνώρισα στη φυλακή μεγάλο πια. Αυτό που μας κράτησε όλους είναι ότι ήμασταν μια αγαπημένη οικογένεια και ακόμα παραμένουμε πολύ δεμένοι και μια φορά το χρόνο τουλάχιστον μαζευόμαστε όλοι μαζί !»
Τον ρωτάμε για τον Λευτέρη Ηλιάκη τον θείο του, αγωνιστή και συγγραφέα, που έφυγε από τη ζωή πριν από δύο χρόνια. «Για την αριστερά ήταν και είναι ένας θρύλος για τη ζωή του και για αυτά που άφησε. Μην ξεχνάμε πως από το 1945 μέχρι το 1974 ήταν στις φυλακές, στις εξορίες και πάντα διωκόμενος. Αλλά τον θαύμαζαν και οι άλλοι ανεξάρτητα την πολιτική τους ταυτότητα, αν και δεν σίμωναν κοντά του μην τυχόν και… χαρακτηριστούν. Πώς λειτούργησε αυτό σε εμένα; Ημουν άνθρωπος της βιοπάλης, πάντα στην οικοδομή και με ατσάλωσε. Μπορεί να μην είχα μεγάλες δυνάμεις και γνώσεις αλλά όλα αυτά που έζησα με έβαλαν μέσα στο κίνημα» απαντάει.
«Με μια τεράστια σοκολάτα στα χέρια»
Η κα Μαγδαληνή Μαντωνανάκη με ένα γράμμα που έγραψε ο πατέρας της ευρισκόμενος στην εξορία κατά τη διάρκεια της χούντας (το 1969) και έφτασε στα χέρια της μόλις πέρυσι!
Η κα Μαγδαληνή Μαντωνανάκη με ένα γράμμα που έγραψε ο πατέρας της ευρισκόμενος στην εξορία κατά τη διάρκεια της χούντας (το 1969) και έφτασε στα χέρια της μόλις πέρυσι!
Ο πατέρας της συνελήφθη αμέσως μετά το πραξικόπημα του ’67 για άλλη μια φορά και τον ξαναείδε μετά από 5 χρόνια! Η Μαγδαληνή Μαντωνανάκη μας αφηγείται την πολύ περιπετειώδη και συνάμα γεμάτη δυσκολίες ζωή του πατέρα της. «Ο μπαμπάς μου Βενιζέλος Μαντωνανάκης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1919. Στην ανταλλαγή των πληθυσμών η οικογένειά του έμεινε στην Πόλη. Οταν η χώρα μας κατακτήθηκε και έγινε κατοχή αποφάσισε να έλθει στην Ελλάδα και να αγωνιστεί για την απελευθέρωση της. Μπήκε στην αντίσταση στην περιοχή της Χαλκιδικής. Συμμετείχε και στο δεύτερο αντάρτικο, στον εμφύλιο. Το έκανε γιατί ένιωθε ότι έπρεπε να το κάνει. Δεν ήταν πολιτικοποιημένος μέχρι τότε. Κάποια στιγμή τον συνέλαβαν. Δεν ήταν τότε μέλος του ΚΚΕ. Βασανίσθηκε πάρα πολύ. Τον κτυπούσαν και του έλεγαν να υπογράψει ότι δεν είναι κομμουνιστής και αυτός επειδή δεν ήξερε τι πραγματικά ήταν αυτό, αλλά ήταν πολύ πεισματάρης, δεν υπέγραφε και ξεκίνησε να διαβάζει μέσα στις φυλακές μαρξισμό και μετά έγινε κομμουνιστής. Από το 1949 μέχρι και το 1964 που βγήκε από τη φυλακή είχε γυρίσει  όλους τους τόπους της εξορίας. Τα νεανικά του χρόνια τα πέρασε όλα ως πολιτικός κρατούμενος».
Ενα από τα γράμματα από την εξορία του Βενιζέλου Μαντωνανάκη
Ενα από τα γράμματα από την εξορία του Βενιζέλου Μαντωνανάκη
Στα 1964 η κυβέρνηση της Ενωσης Κέντρου απελευθέρωσε πολλούς πολιτικούς κρατούμενους και ανάμεσα τους και ο Βενιζέλος Μαντωνανάκης.
«Ηλθε στα Χανιά στην οικογένεια του πατέρα του, άρχισε να εργάζεται ως οικοδόμος, γνώρισε τη μητέρα μου και παντρεύτηκαν. Τον Νοέμβριο του 1965 με έφεραν στη ζωή. Θυμάμαι τη στοργή και την αγάπη του και γενικά ήταν ένας άνθρωπος που νοιαζόταν πολύ για την οικογένεια. Οταν έγινε η δικτατορία κατάλαβε ότι τα χρόνια της ηρεμίας είχαν τελειώσει. “Ειρήνη ετοίμασε μου τη βαλίτσα” είπε στη μητέρα μου που ήταν έγκυος τον αδελφό μου. Τον συνέλαβαν και επέστρεψε πίσω μετά από 5 χρόνια».
Ιντζεδίν, Αγιοι Απόστολοι και μετά εξορία στη Λέρο για το Βενιζέλο Μαντωνανάκη. Για την οικογένειά του μεγάλες και οι δυσκολίες.
Ενα από τα γράμματα από την εξορία του Βενιζέλου Μαντωνανάκη
Ενα από τα γράμματα από την εξορία του Βενιζέλου Μαντωνανάκη


«Ο αδελφός της μητέρας μου με την οικογένεια του έμειναν μαζί μας και ήταν ένα στήριγμα. Ο πατέρας μου έστελνε σε εμάς ότι δέμα τους έδινε στην εξορία ο “Ερυθρός Σταυρός”, χρειάσθηκε να πουλήσει ένα μικρό χωράφι η μητέρα μου για να τα βγάλει πέρα. Οταν η ίδια προσπάθησε να βρει δουλειά ως καθαρίστρια της το είπαν ξεκάθαρα ότι δεν θα σε πάρουμε εξαιτίας του άνδρα σου. Πέρασαν 5 χρόνια και τα Χριστούγεννα πρωί του 1972 με ξύπνησε η μητέρα και μου λέει “σήκω, ήλθε ο μπαμπάς”. Τον είδα, να με περιμένει φορώντας το μπερεδάκι του και κρατώντας μια τεράστια σοκολάτα στα χέρια… δεν θα το ξεχάσω ποτέ!» θυμάται.
Αλλαξαν οι εποχές, ήλθε η μεταπολίτευση και μπήκε η δεκατία του ’80. «Τότε αναπνεύσαμε ένα αέρα ελευθερίας γιατί αναγνωρίσθηκε η εθνική αντίσταση, και ο πατέρας μου πήρε τον τιμητικό έπαινο ότι είχε συμμετάσχει σε αυτή. Δεν είχε πάρει σύνταξη εθνικής αντίστασης αλλά δεν ήταν και επιδίωξη του γιατί θυμάμαι να τον ρωτάνε και αυτός να δείχνει το δίπλωμα και να λέει “για μένα αυτό μου αρκεί”. Εκείνη την εποχή κατάλαβα πως ο πατέρας μου έκανε κάτι ξεχωριστό» καταλήγει η κα Μαγδαληνή που πέρυσι πήρε στα χέρια της κάποια γράμματα που είχε στείλει ο πατέρας της το 1969 σε φιλική τους οικογένεια στα Χανιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου