Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2013
ΜΝΗΜΕΣ ΚΑΤΟΧΗΣ
«Hμασταν σφάγια, σε σφαγείο, όχι κρατούμενοι»
Από: Γιώργος Κώνστας
Δημοσιεύθηκε στις: 28-01-2013 10:30:33
«Δεν πήγαμε σε στρατόπεδο συγκεντρώσης. Σε στρατόπεδο εξόντωσης πήγαμε. Δεν ήμασταν αιχμάλωτοι, ήμασταν σφάγια σε σφαγείο». Έχουν περάσει 68 χρόνια από τότε που ο Κώστας Βουράκης από τα Μεσκλά Χανίων, νέος βοσκός τότε συλλαμβανόταν μαζί με εκατοντάδες άλλους Χανιώτες το Φεβρουάριο του 1944 στο πλαίσιο της επιχείρησης των ναζί κατακτητών για τη συγκέντρωση αντρών που θα στέλνονταν στα 'Στρατόπεδα εργασίας'.
Ο κ. Βουράκης ήταν από τους λίγους που κατάφεραν να επιβιώσουν των απάνθρωπων συνθηκών που επικρατούσαν στα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης. Μετά τη σύλληψή του κρατείται στη φυλακή της Αγιάς μαζί με άλλα τρία αδέλφια του. Τα δύο απελευθερώνονται αλλά ο ίδιος μαζί με πολλές εκατοντάδες απλούς πολίτες, οδηγείται στις φυλακές Αβέρωφ στην Αθήνα. Από εκεί με τρένο «που χωρούσε 30 άτομα αλλά ήμασταν μέσα πάνω από 100, με λίγο ψωμί μόνο στα χέρια μας για 7 ημέρες» δια μέσου της Μπάνιτσα στη Σερβία φτάνει στο στρατόπεδο εξόντωσης του Μαουτχάουζεν.
ΜΑΟΥΤΧΑΟΥΖΕΝ
«Μας είχαν σαν τα ζώα που πάνε στο σφαγείο. Μπορούσε να σε σκοτώσει ο οποιοσδήποτε από τους φρουρούς χωρίς να δώσει κανένα λόγο» θυμάται ο συνομιλητής μας. Το Μάουτχάουζεν ήταν ένα συγκρότημα δεκάδων στρατοπέδων που εκτείνονταν σε όλη σχεδόν την Αυστρία. Ο κ. Βουράκης οδηγήθηκε στο Μελκ, λίγα χιλιόμετρα βόρεια όπου οι εργάτες-σκλάβοι των ναζί ήταν υποχρεωμένοι να ανοίγουν στοές στα σπλάχνα ενός βουνού προκειμένου εκεί να κατασκευαστεί υπόγειο εργοστάσιο κατασκευής πολεμικού υλικού. «Όταν φτάσαμε στο Μελκ μας ξεγύμνωσαν όλους και μένουμε μόνο με μια ζωστήρα στα χέρια. Μας κάνουν έρευνα μέχρι το στόμα, τον πισινό μήπως είχες κρύψει κάποιο δακτυλίδι, χρήματα. Στη συνέχεια μάς βάζουν σε ένα υπόγειο και μας κάνουν αποτρίχωση και μπάνιο. Εκεί μείναμε για ώρες θεόγυμνοι, μέσα στο κρύο. Μετά μας πήγαν σε μια παράγκα και εκεί μας έδωσαν ένα ζευγάρι ξύλινα παπούτσια. Ούτε σε ρωτούσαν για νούμερο, ούτε τίποτα. Απλά σου πετούσαν πάνω σου ένα ζευγάρι και ό,τι τύχαινε. Εμένα μου έδωσαν δύο παπούτσια του ίδιου ποδιού! Δεν μπορούσα να τα φορέσω και δεν μπορούσα και να τα αλλάξω. Τα πέταξα! Ε από τότε παπούτσια δεν ξανάβαλα παρά μόνο όταν ελευθερωθήκαμε, ένα χρόνο μετά. Και σας μιλάω τώρα για συνθήκες Αυστρίας. Από το φθινόπωρο, το κρύο κάτω από το μηδέν και το χιόνι να φτάνει και τους 50 πόντους. Φαντάσου ότι τα πόδια μου ήταν μόνιμα μπλαβιασμένα από το κρύο».
ΚΑΙ ΠΕΘΑΜΕΝΟΣ ΘΑ ΘΥΜΑΜΑΙ
Στο Μελκ ο κ. Βουράκης δούλευε στις γαλαρίες. Με ένα 'πιστολέτο' (μικρό τρυπάνι) έσκαβε στις στοές.
Η δουλειά πολύωρη, χωρίς φαγητό και με ανταμοιβή ξύλο και εκτελέσεις.
«Τι να σα πω για τις συνθήκες; Για φαγητό κάθε μέρα το ίδιο. Κάτι σαν σούπα, πρέπει να είχε μέσα ένα φυτό σαν τριφύλλι. Καμιά φορά όταν οι Γερμανοί έτρωγαν κρέας, πετούσαν μέσα στο καζάνι μας τα κόκκαλα ή όταν έτρωγαν πατάτες τα φλούδια. Το πρωί μας έδιναν κάτι σαν τσάι χωρίς ζάχαρη. Και δουλειά μέρα - νύκτα. Τρεις βάρδιες η μια στη δουλειά, η άλλη στο δρόμο να πηγαίνει ή να γυρίζει από τη δουλειά και η τρίτη στο στρατόπεδο για επιθεωρήσεις και άντε το πολύ 3-4 ώρες ύπνο. Κάθε πρωί στο προσκλητήριο, μαζεύονταν 10.000 κρατούμενοι στην πλατεία του στρατοπέδου. Ελληνες, πολλοί Ρώσοι, Πολωνοί, Γάλλοι, όλες οι φυλές. Φανταστείτε τώρα προκλητήριο πάνω στο χιόνι και να διαρκεί 2-3 ώρες. Μετά μόλις τελείωνε έμεναν στο έδαφος 40-50 άτομα που είχαν πεθάνει από την εξάντληση. Ατέλειωτη δουλειά, λιγοστό φαγητό και ύπνος! Εξάντληση. Εμένα το νούμερο μου ήταν το 65198. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Και πεθαμένος θα το θυμάμαι».
ΑΓΧΟΝΗ
Στα γεγονότα που έχουν μείνει στη μνήμη του συνομιλητή μας ο βομβαρδισμός του στρατοπέδου από Αμερικανικά αεροπλάνα, προφανώς κατά λάθος και η εκατόμβη των νεκρών. Και η εξοικείωση με τον θάνατο... «Οταν κάποιος δραπέτευε και τον έπιαναν, τον κρεμούσαν μπροστά στα μάτια μας. Φοβερή εικόνα να την αντικρίζεις. Όσο για το ξύλο, καθημερινότητα. Όταν ήμουν στις στοές, ήμουν σε μια με καμιά 15αριά Ρώσους.
Στο τέλος της βάρδιας περνούσε ένας Γερμανός επιστάτης και έβλεπε τι δουλειά είχε γίνει. Δεν έπρεπε να σε βρει να κάθεσαι. Εμείς είχαμε βγάλει τη δουλειά και με το παραπάνω μια μέρα και κάθησαν και οι Ρώσοι να κοιμηθούν λίγο και με είχαν βάλει να φυλάω στην αρχή της στοάς. Ομως πάνω στο φτυάρι με πήρε ο ύπνος. Ερχεται ο Γερμανός και μου ρίχνει μια δυνατή στο κεφάλι με ένα ταβλί. Επεσα κάτω. Πήρε το φτυάρι και άρχισε να κτυπάει στο ψαχνό τους Ρώσσους. Στο κεφάλι! Δεν ξέρω πόσους σκότωσε. Την επομένη δεν πήγα γιατί θα με σκότωναν οι εναπομείναντες που κοιμήθηκα. Ε! εκείνη την ημέρα κατέρευσε το τούνελ που δούλευα και όλοι όσοι ήταν εκεί καταπλακώθηκαν».
ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΘΑΛΑΜΟΥΣ... ΣΤΟΥΣ ΦΟΥΡΝΟΥΣ
Κάποια στιγμή ο τότε 21χρονος Χανιώτης έφυγε από τις στοές και μπήκε στα συνεργεία που κάθε πρωί μάζευαν τα πτώματα από τους θαλάμους και τα οδηγούσαν στους φούρνους. «Εκανα και σε αυτό το συνεργείο. Κάθε που έφευγε μια αποστολή κρατουμένων για να δουλέψει στις στοές, εμείς πηγαίναμε στους θαλάμους τους. Σε καθένα έμεναν 220-250 άτομα. Κάθε πρωί λοιπόν θα ήταν 10-15 νεκροί από την ασιτία και τις κακουχίες σε καθένα από αυτούς. Τους πετούσαμε από το παράθυρο έξω. Τους ξεγυμνώναμε και τους βάζαμε πάνω σε βοϊδάμαξες. Από εκεί, τους πηγαίναμε στους φούρνους. Αφήναμε απ? έξω τα πτώματα και τα έπαιρναν στη συνέχεια το άλλο συνεργείο για να τους πάει μέσα στα καμίνια. Πώς νιώθαμε; Είχαμε ζωοποιηθεί. Εβλεπες τον χωριανό σου, τον γνωστό σου πεθαμένο και δεν σε ενδιέφερε. Σε τέτοια κατάσταση.
Θυμάμαι είχε πεθάνει ένας Σεργάκης από τους Λάκκους και τον είχε ο γιος του και έκλαιγε από πάνω του και του χάιδευε το κεφάλι. Περνάει ένας φίλος και του λέει: «Ελα μωρέ μην κλαις. Σήμερα αυτός, αύριο εσύ.» Δουλειά, κακοφαγία και ξύλο. Αυτή ήταν η καθημερινότητα για μας».
ΓΙΑ ΛΙΓΟ ΨΩΜΙ
Ακόμα και η προσπάθεια των κρατουμένων να αναζητήσουν λίγη τροφή ξεριζώνοντας χόρτα από τα αριστερά και τα δεξιά του δρόμου τιμωρούνταν. Πόσο μάλλον όταν έπαιρναν λίγο ψωμί παραπάνω. «Την ώρα που πηγαίναμε για εργασία σε παράταξη, πάντα κάποιος κατάφερνε και έπαιρνε ένα ψωμί. Οποιος πρόλαβαινε έπαιρνε ένα κομματάκι. Επιασα κι εγώ αλλά αντί να το βάλω μέσα στο στόμα μου, πήγα να το κρύψω κάτω από τα ρούχα. Έπεσαν πάνω μου οι φρουροί, με κτύπησαν άσχημα. Βρέθηκα στο έδαφος. Πίσω από την παράταξη ακολουθούσε πάντα ένα κάρο στο οποίο φόρτωναν όσους έπεφταν κατά τη διάρκεια της πορείας για να τους οδηγήσουν στη συνέχεια στους φούρνους. Ευτυχώς βρέθηκαν δύο άνθρωποι, ο θεός να αναπαύσει τα κόκκαλα τους και με σήκωσαν. Με πήγαν μέχρι τις στοές που ήταν κοντά. Εκεί έμεινα για λίγο και ξεζαλίσθηκα».
Με τους Σοβιετικούς να πλησιάζουν από τα ανατολικά, τα στρατόπεδα που ήταν κοντά στο μέτωπο εκκενώνονται. Ετσι οι κρατούμενοι του Μελκ οδηγούνται δυτικότερα στο στο Εμπενζέε σε άλλο στρατόπεδο εξόντωσης, όπου και εκεί δούλευαν σε γαλαρίες. «Πρέπει να μείναμε εκεί ένα μήνα; Δεν θυμάμαι ακριβώς. Θυμάμαι πάντως την ημέρα της απελευθέρωσης. Από βραδίς οι Γερμανοί στρατιωτικοί είχαν φύγει και είχαν αφήσει λευκές σημαίες. Δεν μπορούσαμε να φύγουμε όμως γιατί, δεν είχαμε δυνάμεις, αλλά και επειδή γύρω από το στρατόπεδο υπήρχε ηλεκτροφόρο σύρμα. Μόνο το απόγευμα εμφανίσθηκαν δύο αμερικάνικα τανκς που έριξαν την κεντρική πόρτα.
Η χαρά μας; Αδύνατον να περιγραφεί. Σαν να πέθανες και να αναστήθηκες» θυμάται ο κ. Βουράκης.
Η Εκδίκηση των κρατουμένων
Η απελευθέρωση γέμισε χαρά και ελπίδα τους πρώην κρατούμενους στα ναζιστικά σφαγεία.
Παράλληλα όμως ξεκίνησε και η εκδίκηση. «Οι επιστάτες μας ήταν Γερμανοί εγκληματίες, κατάδικοι που τους είχαν βάλει από πάνω μας για να μας κακοποιούν και να ελέγχουν την πορεία των εργασιών.
Φεύγοντας τα στρατεύματα, τους άφησαν εκεί. Ήταν ένας από αυτούς, τεράστιος που ήταν στα παπούτσια που αν του ζητούσε παπούτσι άρχιζε να σε κτυπάει με γροθιές και μετά να γελάει βλέποντάς σε χάμω μέσα στα αίματα. Αυτόν τον εντόπισαν οι αιχμαλώτοι και του έκοψαν το λαρύγγι. Δεν τον σκότωσαν. Του έκοψαν το λαρύγγι και ανάπνεε από τον λαιμό. Ετσι θα ήταν 2-3 ώρες. «Κερατά εδά θα πληρώσεις τα παπούτσια και τους ανθρώπους που έφαγες» του είπε ένας δικός μας. Εναν άλλον που ήταν δήμιος τον εντόπισαν και τον κύκλωσαν και μπήκε μέσα στην πισίνα που είχαν κάνει οι Γερμανοί για τους εαυτούς τους. Εκεί τον περικύκλωσαν εκατοντάδες κρατούμενοι, Ρώσοι οι περισσότεροι που κάθε φορά που έβγαζε το κεφάλι του, τον κτυπούσαν με ταβλιά και ξανάπεφτε μέσα. Μέχρι που πνίγηκε. Στην πύλη πάλι είχαν κρεμάσει τρεις από αυτούς. Ναι ήταν πολύ σκληρά τα πράγματα. Με τα τόσα που είχαμε τραβήξει δεν είχαμε δίκιο;» διηγείται ο κ. Βουράκης και συνεχίζει.
«Την επομένη ήλθε ο Ρωσικός στρατός με νοσοκομειακά και πήραν τους δικούς τους. Την άλλη μέρα οι Γάλλοι, μετά οι Πολωνοί. Εμείς οι καημένοι, επέρασε ένας μήνας για να φύγουμε. Με χίλιες δύο ταλαιπωρίες φτάσαμε στην Ιταλία και εκεί μείναμε άλλο ένα μήνα μέχρις ότου στείλουν πλοίο να μας πάρουν...». Φτάνοντας στα Χανιά και συγκεκριμένα στον σταθμό των λεωφορείων ο κ. Βουράκης μαθαίνει ότι ο αδελφός του που ήταν μαζί τους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης αλλά τον είχε χάσει επέζησε και αυτός. «Ήταν μια μεγάλη χαρά και αυτή, μέσα στις τόσες λύπες...» μας λέει.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου