Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2014
ΜΙΑ ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΛΙΕΥΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ ΤΩΝ ΨΑΡΑΔΩΝ ΤΗΣ ΣΟΥΔΑΣ
Στης Σούδας τις καλάδες
Γράφει: Γιώργος Κώνστας - 1 Νοεμβρίου 2014 10:13 πμ - Σχολιάστε
Χέρια ροζιασμένα από τα δίχτυα και την πάλη με τη θάλασσα, βλέμμα εύστροφο όπως ταιριάζει σε ανθρώπους της “πιάτσας” που έχουν ζήσει τη ζωή, κοφτός λόγος που δεν επιδέχεται… αντιρρήσεις αλλά και διάθεση για κουβέντα.
Αν τους βρεις στην ώρα τους, να έχουν πιει τον καφέ τους και να είναι “αραγμένοι” σε κάποιο από τα καφενεδάκια της Κάτω Σούδας ή στο μώλο δίπλα στην ιχθυόσκαλα…
Ενας από αυτούς ο 73χρονος Γιάννης Βαβουλάκης. Από όταν θυμάται τον εαυτό του ήταν πάντα στη θάλασσα.
ΣΤΑ ΜΠΑΚΑΛΟΤΕΥΤΕΡΑ
«Τότε το ψωμί έβγαινε με πολύ κόπο, πολλή κούραση, μεγάλη πείνα. Με ένα κομμάτι ρέγγα και μια φέτα ψωμί την έβγαζες όλη τη μέρα» θυμάται. Τον ρωτάμε για τις δυσκολίες. «Αν σκεφθείς ότι μόνο για τις καλάδες για να τραβήξεις το δίχτυ στην πλάτη χρειάζονται 2 και 3 ώρες, πού χρόνος για βόλτα ή διασκέδαση; Αυτά δεν υπήρχαν! Όλη μέρα πάλευες με καλάδες, παραγάδια, δίχτυα, αυτή η καθημερινότητά σου». Οσο για το μεροκάματο; Ο κ. Γιάννης χαμογελάει. «Όλοι ήμασταν σημειωμένοι στο τεφτέρι του μπακάλη. Περιμέναμε μια καλή ψαριά για να τον ξεπληρώσουμε και μετά πάλι από την αρχή καινούργια σελίδα στο τεφτέρι. Οι ψαράδες είδαν λεφτά στην τσέπη τους μετά το ’80. Τώρα η κατάσταση μοιάζει με παλιότερα. Λίγοι ασχολούνται με το επάγγελμα. Έχει ξεφτίσει. Η νεολαία; Δεν πάει στη θάλασσα, παρά μόνο για βόλτα».
Αρχικά οι ψαράδες της Σούδας δούλευαν στον κόλπο και ανοιχτά, μέχρι και τη Γεωργιούπολη και τον κόλπο των Χανίων. Οι βάρκες τους 7-8 μέτρα, με πανί, κουπιά κάποιες και με μηχανή και με πλήρωμα 5-6 άτομα πολλές φορές. Στη δεκαετία του ’70 άρχισε ο εκσυγχρονισμός, με μεγαλύτερα σκάφη, καλύτερα συστήματα ψαρέματος. Ο συνομιλητής μας πάντως δεν είναι “οπαδός” του εκσυγχρονισμού.
«Τη θάλασσα την έφαγαν τα μηχανήματα, πώς να το πω… η εξέλιξη. Βλέπεις τώρα έχουν μηχανήματα και ξετρυπώνουν τα ψάρια όπου να ’ναι. Εμείς βάζαμε σημάδια στη στεριά για να ξέρουμε που είναι οι ψαρότοποι που και αυτούς τους μάθαμε από τους παλιότερους, πατεράδες και καπεταναίους. Τα άστρα σε καθοδηγούσαν όχι το Gps όπως σήμερα» λέει.
ΣΕΒΑΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΚΑΠΕΤΑΝΙΟ
Χαρακτηριστικό της εποχής εκείνης και ο μεγάλος σεβασμός για τους παλιούς καπετάνιους και τη γνώση που κουβαλούσαν. «Όταν ήθελες να
μάθεις κάτι κάθιζες μαζί με ένα καπετάνιο παλιό. Δεν του λεγες ποτέ “αυτό που μου λες δεν είναι σωστό”. Τα άκουγες όλα και όποιο σου άρεσε το κρατούσες, και ό,τι δεν σου άρεσε όχι. Οποιος ήθελε να κάνει τον έξυπνο του ’λεγε ο καπετάνιος “πάρε δρόμο και φύγε”. Δεν μπορούσες να βγάλεις “γλώσσα” στον παλιό καπετάνιο που είχε φάει 80 χρόνια στη θάλασσα» εξηγεί ο κ. Γιάννης.
Υπήρχαν όμως και οι άλλοι καπετάνιοι. «Αυτοί που έπαιρναν ψωμί για το πλήρωμα και αν δεν έριχναν το δίκτυ, αν δεν κάλαραν, δεν το έδιναν» μας λέει.
Η ΔΙΑΣΩΣΗ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥΠΟΛΗ
Ενα περιστατικό που έχει σημαδέψει τη ζωή του Γιάννη Βαβουλάκη ήταν ο πνιγμός των 21 μαθητριών στη Γεωργιούπολη στις 4 Μαΐου του 1972. Τον αφήνουμε να μας διηγηθεί το περιστατικό όπως το έζησε. «Αλιεύαμε με τη βάρκα μας εκεί κοντά. Είδαμε τις δύο βάρκες που βγήκαν έξω από το λιμανάκι και μετά είδαμε τη μια βάρκα να μην μπορεί να μπει στον ποταμό και την άλλη να είναι κάποιος όρθιος και να κουνάει πέρα-δώθε το σακάκι του. Τότε πήρε στροφή το μυαλό μου και είπα ότι κάτι γίνεται. Κόψαμε τα δίκτυα και πήγαμε προς τα εκεί. Βγάλαμε έξι ζωντανές τις υπόλοιπες δυστυχώς τις βγάλαμε πνιγμένες. Σε μια από τις κοπέλες που βγάλαμε, της βάπτισα μετά το παιδί. Είναι από τα συμβάντα που δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ».
Ο κ. Γιάννης δεν είναι από τους ανθρώπους που θέλουν να το “παίξουν” ήρωες. Διηγείται χωρίς “σάλτσες” και διάθεση αυτοθαυμασμού. Τον ρωτάμε αν ποτέ κινδύνευσε στη θάλασσα. Είναι κατηγορηματικός. «Οχι, έχω ταξιδέξει πολύ αλλά δεν μπορώ να πω ότι κάποια στιγμή κινδύνευσα. Οταν είσαι μέσα στη θάλασσα δεν λες “ωχ”. Τι “ωχ” να πεις; Αν ακούσουνε το πλήρωμα να λες “ωχ” αυτοί τι θα πούνε;» αναρωτιέται.
myridakhsΑπό τον καπετάν Παντελή στον Καπετάν Κληκλή
Ψαράς και αυτός στα νεανικά του χρόνια, αλλά και ερασιτέχνης φωτογράφος ο κ. Σταύρος Μυριδάκης έχει συγκεντρώσει χιλιάδες φωτογραφίες από τη Σούδα και όχι μόνο. Πολλές από αυτές από τις οικογένειες ψαράδων που δεν είναι στη ζωή. Σπάνιο υλικό, πολύ μεγάλης ιστορικής, λαογραφικής αξίας.
«Οι πιο γνωστοί καπεταναίοι ήταν ο καπετάν Κληκλής, ο καπετάν Βλατός, ο καπετάν Μανώλης Μυριδές, ο καπετάν Μόσχος και ο καπετάν Παντελής Τσίτας.
Ο τελευταίος ήταν ανάμεσα σε αυτούς που είχαν έλθει πρόσφυγες το 1922. Αυτοί μόλις ήλθαν για να επιβιώσουν ασχολήθηκαν με την αλιεία. Ηταν άνθρωποι άξιοι που άφησαν την παρακαταθήκη τους για τα παιδιά τους αλλά και τους ντόπιους» μας εξηγεί.
Γνώστης όλων των ιστοριών με τους ψαράδες γνωρίζει εκατοντάδες ιστορίες.
«Οι ψαράδες ήταν μια ζωή κουβαρντάδες. Ο,τι έβγαζαν το έκαναν μερτικό. Επαιρνε το 50% το αφεντικό που είχε τη βάρκα και το άλλο 50% όλο το υπόλοιπο πλήρωμα οι ψαράδες. Ήταν και άνθρωποι του γλεντιού. Να μαζευτούν όλοι μαζί και να πιούν το κρασί τους. Αυτή ήταν η διασκέδασή τους» σημειώνει.
Μας δείχνει φωτογραφίες με τα δίκτυα απλωμένα. Αναγνωρίζουμε το λιμάνι των Χανίων. Οι φωτογραφίες είναι από τη δεκαετία του ’50. «Τα δίκτυα ήταν βαμβακερά 300-400 οργιές μήκος (1 χλμ. περίπου) και φάρδος 60 οργιές (120 μέτρα). Κάθε μέρα έπρεπε να τα βγάλουν έξω να στεγνώσουν. Βασανιστική δουλειά, πολύ μεγάλος κόπος.»
Άλλες φωτογραφίες απεικονίζουν τους “λαμπαδόρους”. Αυτούς που κάθονταν στην πλώρη του γρι-γρι όταν ψάρευε τη νύκτα και προσπαθούσαν να εντοπίσουν τα κοπάδια υπό το φως μιας λάμπας. «Ηταν μεγάλος ο συναγωνισμός για το ποιος θα είχε τους καλούς “λαμπαδόρους”. Αυτούς που βλέπουν τι φέγγει η λάμπα και αν κάτω είναι ένα κοπάδι με 5 κιλά ψάρι ή ένα κοπάδι με 500 κιλά ψάρι. Μπορεί να μην έβλεπαν και κανένα ψάρι αλλά ήξεραν από τις φυσαλίδες που αφήνουν π.χ. οι σαρδέλες ότι στις 20 οργιές είναι ένα μεγάλο κοπάδι. Εκεί φαινόταν ο ικανός “λαμπαδόρος”. Από αυτούς ο Μιχάλης Κισσανάκης, ο Μιχάλης Πισσάς, ο Σταμάτης Σαρρής ήταν από τους πιο ονομαστούς και γνωστούς» θυμάται ο κ. Μυριδάκης.
Όταν πάλι η βάρκα έφτανε στο λιμάνι και η ψαριά στην ακτή, ήταν οι έμποροι που την αγόραζαν για να τη διακινήσουν.
«Όλοι θυμούνται τον Παντελή Κονταξάκη που φόρτωνε το ποδήλατο με ένα τελάρο και πήγαινε στις Μουρνιές στα Χανιά. Και τον Πισσά που είχε μαγαζί στη Δημοτική Αγορά. Και αυτοί βοηθούσαν με τον τρόπο τους. Εκείνες τις εποχές θα υπήρχαν 17 με 20 καλάδες μέσα στον κόλπο της Σούδας. Τώρα και αυτό είναι το μόνιμο παράπονο των ψαράδων, όπου και να πάνε μέσα στον κόλπο έχουν πρόβλημα. Θα τους ενοχλήσει το Λιμενικό, η Βάση, ο Ναύσταθμος» αναφέρει ο συνομιλητής μας.
Η στρατικοποίηση του κόλπου κυρίως με τη βάση των ΗΠΑ είχε ως αποτέλεσμα το ψάρεμα να ελαχιστοποιηθεί. Εμειναν όμως οι άνθρωποι και οι ιστορίες τους…
ΓΛΩΣΣΑΡΙ
Γρι-γρί: το έλεγαν γρι-γρί γιατί είχε πάντα γκρίνια.
Καλάδα:Το σημείο που είναι ιδανικό για ψάρεμα, όπου πέφτει το δίχτυ και είναι “καθαρό” καθώς δεν έχει πέτρες για να σκίσουν το δίκτυ.
Κωλοβρέχτης: Αν δεν έβρεχες τα πισινά σου, ψάρι δεν έπιανες.
Παραγάδια: “Όποιος θέλει να γεράσει, παραγάδια να αγοράσει”, δύσκολο και βασανιστικό εργαλείο και τότε.
Read more: http://www.haniotika-nea.gr/stis-soudas-tis-kalades/#ixzz3HuccUxEx
Under Creative Commons License: Attribution Non-Commercial
Follow us: @HaniotikaNea on Twitter | haniotika.nea on Facebook
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου