Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2012
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΝΑΥΑΓΟΥ ΤΟΥ "ΗΡΑΚΛΕΙΟ"
«Εμεινα ζωντανός για το παιδί μου»
Από: Γιώργος Κώνστας
Δημοσιεύθηκε στις: 08-12-2012 10:56:36
A΄ ΜΕΡΟΣ
«Αυτό που με κράτησε ζωντανό ήταν ότι είχα στον νου μου τον γιο μου, που τότε ήταν μόλις ενός έτους. Αυτό μου έδωσε δύναμη να επιβιώσω». Ο κ. Σταύρος Λαγωνικάκης είναι ένας από τους 46 διασωθέντες του ναυαγίου του 'Ηρακλειον'. Στις 8 Δεκεμβρίου του ?66, κοντά στη Φαλκονέρα, το πλοίο βυθίστηκε παρασέρνοντας στον υγρό τάφο 217 άτομα. Μια από τις μεγαλύτερες ναυτικές τραγωδίες της χώρας και σίγουρα της Κρήτης.
Τότε ο κ. Σταύρος ήταν μόλις 24 ετών τότε αλλά πηγαινοέρχονταν συχνά για επιχειρηματικές του δουλειές στην Αθήνα. Στο 'Ηράκλειον' μπήκε για πρώτη και τελευταία φορά εκείνη τη φοβερή νύχτα.
Η ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ
«Θα φεύγαμε στις 8 το βράδυ, όμως προκειμένου να πάρει το πλοίο ένα φορτηγό καθυστέρησε γύρω στη μισή ώρα. Ηταν το φορτηγό που δεν έδεσαν καλά στο αμπάρι και με την κακοκαιρία έπεσε πάνω σε μια από τις μπουκαπόρτες σπάζοντάς την», λέει ο συνομιλητής μας. Τον καλούμε να θυμηθεί λεπτομέρειες από το ταξίδι. «Με το που μπήκα στο πλοίο έκανα μια βόλτα στο καράβι. Είχε πολύ κόσμο, πολλούς γνωστούς. Πήγα στην καμπίνα μου, που ήμουν μόνος και κοιμήθηκα. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, ξύπνησα 4 - 5 φορές γιατί είχε καιρό (8 - 9 Μποφόρ) και τα βαρέλια που φυλάσσονταν στο αμπάρι πηγαινοέρνονταν με την κλίση του καραβιού και χτυπούσαν στα τοιχώματά του. Κάποια στιγμή ξύπνησα γιατί άκουσα ένα καμπανάκι. Υπολόγισα ότι ήταν η αλλαγή βάρδιας του καραβιού, συγχρόνως όμως αντιλήφθηκα ότι το κεφάλι μου πήγαινε προς τα κάτω και τα πόδια ψηλά. Δεν μπορούσα να καθίσω στο κρεβάτι. Πρέπει να ήταν τότε που το φορτηγό στο αμπάρι άρχισε να κινείται δεξιά και αριστερά πέφτοντας πάνω στις μπουκαπόρτες που βρίσκονταν πλάγια και πίσω, σπάζοντας τη μια από αυτές. Από εκεί άρχισε να μπάζει νερά το 'Ηράκλειον'. Όταν πήρε τη μεγάλη κλίση, καθώς δεν μπορούσαν να σταματήσουν τα νερά, χτύπησαν τα καμπανάκια του συναγερμού».
ΧΩΡΙΣ ΡΟΥΧΑ
Από το σημείο αυτό ξεκίνησε η περιπέτεια του κ. Λαγωνικάκη στην προσπάθειά του να βγει από τον χώρο των καμπινών. «Βλέποντας ότι δεν μπορούσα να καθίσω στο κρεβάτι, κατάλαβα ότι βυθιζόμαστε. Ναι, το κατάλαβα γιατί δεν μπορούσε να εξηγηθεί διαφορετικά αυτή η κλίση που είχε πάρει το καράβι. Βγήκα έξω μόνο με το σλιπάκι και ένα μπλουζάκι. Δεν υπήρχε σωσίβιο, τίποτα. Πού να βρεις χρόνο να βάλεις ρούχα και παπούτσια;».
«ΠΕΤΑΞΑ 300.000 ΔΡΧ.»
«Κρατούσα τότε και αρκετά χρήματα, πήγαινα για να αγοράσω πράγματα για τα καταστήματά μου και είχα μαζί μου 300.000 δραχμές. Τι τα έκανα; Τα πέταξα! Οσο περισσότερα χρήματα κρατάς τόσο μεγαλύτερο... μίσος έχεις όταν τα πετάς. Γιατί λες: 'Πάει ο κόπος μου'. Οι 300.000 τότε ήταν πολύ μεγάλο ποσό αλλά έπρεπε να ελευθερώσω τα χέρια μου. Τι να κάνεις; Δεν έχεις άλλη επιλογή. Βγήκα στον διάδρομο των καμπινών μπουσουλώντας λόγω της κλίσης. Η σκάλα για να ανέβεις στο σαλόνι από 45 μοίρες ήταν όρθια! Σκαρφάλωσα σαν τον... ταρζάν κυριολεκτικά πάνω στο σαλόνι. Δεν θυμάμαι να είδα κάποιον στον διάδρομο. Φτάνοντας στο σαλόνι είδα 5 άτομα και 2 - 3 γνωστούς Χανιώτες, ανάμεσα τους τον χημικό Φθενάκη τον Βαρανάκη που έφτιαχνε το φύλλο κανταΐφι, που προσπαθούσαν να πάνε προς την πόρτα, αλλά ήταν τέτοια η κλίση που δεν μπορούσαν».
ΦΩΝΕΣ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ
Η αγωνιώδης προσπάθεια του κ. Λαγωνικάκη συνεχίζεται. «Πιάνω την κουπαστή και μπουσουλώντας προσπαθώ να βγω έξω. Πιάνω το πλατύσκαλο για να βγω έξω και σε εκείνο το σημείο έσβησαν όλα τα φώτα. Μέχρι τότε είχαμε φως. Αρπάζομαι από τα κάγκελα που είναι στην κουβέρτα του καραβιού για να μην πέφτει ο κόσμος και για 15 - 20 μέτρα προχωρώ σαν να κάνω μονόζυγο χωρίς να πατάνε τα πόδια μου! Ακουγες μέσα στο σκοτάδι κάποιους να φωνάζουν 'μάνα', 'Μανώλη', 'Γιώργο'. Εψαχναν ο καθένας τον δικό του από αυτούς που είχαν πέσει στη θάλασσα. Φτάνω κοντά στην προπέλα του πλοίου που ήταν σταματημένη και έξω από τη θάλασσα. Έκανα ένα μακροβούτι με στόχο να βρεθώ όσο το δυνατόν πιο μακριά από το πλοίο. Κολύμπησα 10 - 15 μέτρα, γυρίζω και βλέπω το καράβι να τουμπάρει, συνέχισα να απομακρύνομαι».
ΚΡΑΤΩΝΤΑΣ ΕΝΑ ΚΑΣΟΝΙ
«Τα κύματα τεράστια πραγματικά, 8 μέτρα να σε ανεβάζει ψηλά και μετά να πέφτεις 8 μέτρα και να βλέπεις τα κύματα από πάνω σου. Κάποια στιγμή, λοιπόν, βλέπω ένα ξύλινο κασόνι, από αυτά που είχαν μέσα σωσίβια. Μέσα στο κασόνι ήταν ένα άτομο, ο Ηλίας Κουκουνάκης πλήρωμα του καραβιού που δεν ήξερε μπάνιο και απ? έξω μια γυναίκα κρατιόνταν από το κασόνι, η Αννα Σαραντάκη. Πιάστηκα και εγώ και μετά από λίγο ήρθε και πιάστηκε και ο Παναγιώτης Μπελώνης. Ο Κουκουνάκης μέσα στο κασόνι και εμείς οι τρεις να κρατιόμαστε από το χείλος του κασονιού. Ανοίξαμε κουβέντα, για να δώσει ο ένας στον άλλο κουράγιο. Τότε ένιωσα κάτι να με ακουμπάει. Ήταν ένα πτώμα που κολυμπούσε δίπλα μας. Μιλάμε για πίσα σκοτάδι. Το έσπρωξα όπως μπορούσα προσέχοντας μην φύγει το άλλο χέρι μου από το κασόνι. Αν το έχανες, χανόσουν...».
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΗΣ ΑΦΗΓΗΣΗΣ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ ΤΗ ΔΕΥΤΕΡΑ 10 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου