ΧΑΝΙΩΤΕΣ ΣΤΟ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ ΕΞΟΝΤΩΣΗΣ
Στον Πύργο της Ευθανασίας
Ο μεσαιωνικός πύργος του Χάρτχαϊμ στην Αυστρία, δεν ήταν απλά ένα από τα πολλά υποστρατόπεδα του Μαουτχάουζεν. Δεν ήταν ένα τυπικό στρατόπεδο εξόντωσης των ναζί από τα αυτά που οδηγήθηκαν εκατομμύρια άνθρωποι.
Όλες οι φωτογραφίες προέρχονται από το βιβλίο: Tötungsanstalt Hartheim. Öberösterreichisches Landesarchiv/Lern- und Gedenkort Schloss Hartheim, Λιντς 2005.
Hταν ο πύργος της ευθανασίας, εκεί όπου οδηγούνταν ασθενείς και τραυματίες για να βρουν τραγικό θάνατο. Eνας εκ των κορυφαίων σύγχρονων Ελλήνων ιστορικών ο Ιάσονας Χανδρινός βρήκε στα γερμανικά αρχεία τις λίστες με τους “φιλοξενούμενους” του Πύργου ανάμεσα τους και 55 Ελληνες, οι περισσότεροι εξ αυτών από την Κρήτη.
Εβδομήντα πέντε χρόνια μετά αναζητήσαμε με βάση τα στοιχεία αυτά, συγγενείς των θυμάτων. Οι περισσότεροι εξ αυτών αγνοούσαν ότι οι δικοί τους άνθρωποι είχαν οδηγηθεί στον Πύργο… Με αφορμή την ιστορική έρευνα, προσπαθούμε να ρίξουμε λίγο φως στο πιο μαύρο σκοτάδι της φρικτής αυτής περιόδου.
«Τώρα έμαθα!»
«Για τον θείο μου δεν θα ξεχάσω αυτά που μου έλεγε ο πατέρας μου και χωριανοί που τον γνώριζαν. Οτι ήταν ένας άνδρας με φοβερή σωματική δύναμη και αθώα καρδιά, ένας αγνός άνθρωπος» λέει ο Ανδρέας Ορνεράκης, ανιψιός του Νίκου Ορνεράκη που σε ηλικία 35 ετών χάθηκε στο Χαρτχάιμ. Μας μεταφέρει τις ιστορίες που άκουγε να εξιστορεί ο πατέρας του, όμηρος και αυτός στο Μαουτχάουζεν που κατάφερε να επιβιώσει.
Ο Νίκος Ορνεράκης είχε ένα αδελφό και τρεις αδελφές και ζούσαν στον Φουρνέ. Παιδιά αγροτών ζούσαν δουλεύοντας στα χωράφια. «Τον θείο μου τον έπιασαν στο σπίτι μαζί με τον πατέρα μου. Τους είχε δώσει να καταλάβουν ένας Γερμανός από τη φρουρά ότι το βράδυ του Φεβρουαρίου του 1944 θα μάζευαν όλο τον ανδρικό πληθυσμό. O θείος μου πίστευε ότι δεν θα τους έπαιρναν γιατί δεν είχαν κάνει κάτι. Βέβαια ο ίδιος, κατά τη μάχη της Κρήτης είχε κατέβει στον κάμπο των Χανίων στη Μάχη της Κρήτης για να “μπαλοτάρει” τους Γερμανούς όπως έλεγαν τότε. Τους πήραν στην Αγιά και από εκεί στο Μαουτχάουζεν και μετά στο στρατόπεδο του Μελκ μαζί με τον πατέρα μου Δημήτρη Ορνεράκη. Εκεί πρέπει να δούλευαν σε κάποιο λατομείο. Μια μέρα μια πέτρα από αυτές που μετέφεραν έπεσε πάνω στον αστράγαλο του θείου μου. Του προκάλεσε πληγή και επειδή δεν υπήρχε καμία φροντίδα, δεν είχαν νερό να πιουν πόσο μάλλον να πλύνουν και να καθαρίσουν το τραύμα. Αντιλαμβάνόταν ότι έχανε δυνάμεις και ότι η πληγή μολυνόταν και θα γύριζε σε γάγγραινα! Το κουβέντιασε με τον πατέρα μου και του είπε ότι θα ζητήσει να πάει στο γιατρό. «Μην πας γιατί θα σε πάνε στους φούρνους» του είπε ο πατέρας μου και ο θείος μου απάντησε πως «ή θα με φάει τούτονα (το τραύμα) ή θα με φάνε ετούτοι (οι ναζί). Μπάρε με ετούτοι μπορεί να με φάνε μια και έξω».
Πήγε λοιπόν και δεν τον ξαναείδαν. Και τώρα μαθαίνω από εσάς ότι δεν τον έφαγαν μια και έξω αλλά βασανίστηκε, με φάρμακα, πειράματα, ποιος ξέρει τι σε αυτόν τον Πύργο! Μετά τον πόλεμο έψαξαν για τα ίχνη του αλλά κανένας δεν μπόρεσε να τους δώσει καμία πληροφορία για το πού ήταν, πώς χάθηκε…Τώρα έμαθα!»
Πήγε λοιπόν και δεν τον ξαναείδαν. Και τώρα μαθαίνω από εσάς ότι δεν τον έφαγαν μια και έξω αλλά βασανίστηκε, με φάρμακα, πειράματα, ποιος ξέρει τι σε αυτόν τον Πύργο! Μετά τον πόλεμο έψαξαν για τα ίχνη του αλλά κανένας δεν μπόρεσε να τους δώσει καμία πληροφορία για το πού ήταν, πώς χάθηκε…Τώρα έμαθα!»
«Τους έκλαψε όλο το Θέρισο»
«Οι Γερμανοί έζωσαν το χωριό την ημέρα του Αγίου Χαράλαμπου. Τους μάζεψαν και τους πήγαν στην Αγιά και από τους πήγαν στη Γερμανία» μας αφηγείται ο Νίκος Γιαννικάκης, που στο Χαρτχάιμ χάθηκε ο θείος του -αδελφός της μητέρας του- Γιώργος Κανδηλιεράκης.
Τις ιστορίες για τους Θερισιανούς που χάθηκαν στα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης τις έχει καταγράψει σε βιβλίο του για το χωριό.
Τις ιστορίες για τους Θερισιανούς που χάθηκαν στα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης τις έχει καταγράψει σε βιβλίο του για το χωριό.
«Το χαμό του θείου μου τον έμαθε η μάνα μου από τον χωριανό μας το Χαράλαμπο Βιδάκη που κατάφερε και γύρισε ζωντανός. Ο θείος μου ήταν ένα από τα έξι παιδιά της οικογένειας. Γέννημα-θρέμμα Θερισιανοί. Γιατί τους έπιασαν; Όλοι εδώ που ήταν στα χωριά, βοηθούσαν την αντίσταση και μάλιστα ο προδότης που έφερε τους Γερμανούς τους είχε πει ότι στο χωριό θα έβρισκαν τον Σκουλά που ήταν κρυμμένος εδώ. Πρέπει να ήταν τέλη της δεκαετίας του ΄80 όταν ένας Χανιώτης που είχε γυρίσει από το Μαουτχάουζεν είχε μια λίστα με τους χωριανούς που είχαν χαθεί εκεί και μου είπε για το Χαρτχάιμ. Τότε πρωτοάκουσα για τον Πύργο και του τι γίνονταν εκεί και ότι ήταν από τα πιο σκληρά στρατόπεδα με φοβερά βασανιστήρια μέχρι τέλους, μάλλον για να δουν τις αντοχές τους» σημειώνει.
«Τον θείο μου Γιώργο Κανδηλιεράκη και τον Γιώργο Μακρυνάκη τους έκλαψε όλο το χωριό γιατί ήταν πολύ καλά παιδιά, άνθρωποι μάλαμα, πολύ αγαπητοί στην τοπική κοινωνία. Όλο το χωριό πένθησε…» καταλήγει ο κ. Γιαννικάκης.
«Τον θείο μου Γιώργο Κανδηλιεράκη και τον Γιώργο Μακρυνάκη τους έκλαψε όλο το χωριό γιατί ήταν πολύ καλά παιδιά, άνθρωποι μάλαμα, πολύ αγαπητοί στην τοπική κοινωνία. Όλο το χωριό πένθησε…» καταλήγει ο κ. Γιαννικάκης.
«Ο πατέρας που δεν αντίκρισα ποτέ…»
«Γεννήθηκα τον Μάρτιο του 1944 και τον πατέρα μου τον πήραν οι Γερμανοί το Φεβρουάριο του 1944. Δεν τον γνώρισα ποτέ» αναφέρει ο Παύλος Μπουλταδάκης. Ο πατέρας του, Στρατής Μπουλταδάκης από τον Καμπανό Ανατολικού Σελίνου ήταν άλλος ένας Κρητικός που χάθηκε στο Χαρτχάιμ.
«Ηταν έμπορος και πολύ δραστήριος άνθρωπος ο πατέρας μου, από πολύτεκνη οικογένεια. Είχε παντρέψει όλες τις αδελφές του από το μαγαζί του. Η μητέρα μου Βιττωράκη από το Ροδοβάνι πάλι ήταν μια γυναίκα τελείως αγράμματη. Στο μπλόκο οι Γερμανοί μάζεψαν όλους τους άνδρες του χωριού γιατί θεωρούσαν ότι βοηθούσαν τους άνδρες, όχι αβάσιμα. Τι έγινε εκεί δεν έμαθα πολλά πράγματα. Όταν ενηλικιώθηκα έμαθα από τον Θοδωρή Γεωργακάκη που γύρισε από το Μαουτχάουζεν ότι ήταν μαζί με τον πατέρα μου και χάθηκε από τις κακουχίες. Μου λέτε τώρα για τον Πύργο… σίγουρα εκεί θα τους έκαναν πειράματα» σημειώνει.
Τον ρωτάμε για τα δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια και το πώς μεγάλωσε χωρίς πατέρα.
Τον ρωτάμε για τα δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια και το πώς μεγάλωσε χωρίς πατέρα.
«Ηταν τεράστια η φτώχεια μετά τον πόλεμο, άντε να μεγαλώσεις χωρίς πατέρα, περιουσία λίγη, η μητέρα μου δεν μπορούσε να κρατήσει το μαγαζί. Τι να σου πω τώρα για το ενδιαφέρον του κράτους για τις οικογένειες των θυμάτων του πολέμου; Καλύτερα να μην πω! Εγώ έγινα μόνιμος στο Πολεμικό Ναυτικό έφυγα κάποια στιγμή, δούλεψα στο Εμπορικό Ναυτικό έκανα κάποια χρήματα, έφτιαξα τα ενοικιαζόμενα δωμάτια. Κάποια στιγμή παντρεύτηκα και Γερμανίδα, κάναμε ένα παιδί, μετά χωρίσαμε και η τραγική ειρωνία ο γιος μου χάθηκε στη Γερμανία σε τροχαίο δυστύχημα πριν από 3 χρόνια… Τι να πεις» καταλήγει.
«Για λίγες πατατόφλουδες…»
«Ο Γιώργος Σταματάκης ήταν αδελφός της μητέρας μου Αργυρώς και είχαν άλλα τρία αδέλφια. Ζούσαν στη Ζούρβα και ήταν αγροτοκτηνοτρόφοι όπως όλος ο κόσμος την εποχή εκείνη που ζούσε στο χωριό. Δεν ξέρω αν ήταν στην αντίσταση αν και ο κόσμος που ήταν στα ορεινά χωριά βοηθούσε γενικά τους αντάρτες. Το βράδυ του μπλόκου δεν είχε φύγει για το βουνό όπου έμενε συνήθως τα βράδια, είχε μείνει στο σπίτι γιατί το προηγούμενο βράδυ είχε κάνει μια κουμπαριά. Οι Γερμανοί τους μάζεψαν όλους στην Αγιά. Εκεί γινόταν η διαλογή, με τη συνδρομή των προδοτών των “Μανιάδων” από τα Μεσκλά. Τον πατέρα μου που επίσης είχε συλληφθεί τον άφησαν, τον θείο μου τον πήραν στη Γερμανία. Πρέπει να πω από τις διηγήσεις των γονιών μου ότι πολλές προδοσίες είχαν και προσωπικά κίνητρα. Δηλαδή είχε ο άλλος μια διένεξη μαζί σου για κτηματικά σε κάρφωνε στους Γερμανούς ότι τους πολεμάς ώστε να σε τελειώσουν αυτοί…» μας διηγείται η κα Σμαράγδη Φυτουράκη που έχει ακούσει πολλές διηγήσεις από τη μητέρα και τις θείες της.
Μετά το τέλος του πολέμου, όσοι κατάφεραν να επιστρέψουν μετέφεραν στην οικογένεια πληροφορίες για τον Γιώργο Σταματάκη.
«Ρωτούσαν η μητέρα μου, οι αδελφές του όποιον έπεστρεφε. Ακόμα και σε μάντη είχαν πάει εκείνη την εποχή. Ηξεραν μόνο ότι τον είχαν πάει στη Γερμανία. Κάποια στιγμή ένας Χανιώτης που ήταν μαζί του, δεν θυμάμαι ποιος, είχε πει ότι ήταν μαζί με τον θείο μου στα μαγειρεία του Μαουτχάουζεν και ότι τον έπιασαν οι Γερμανοί να τρώει πατατόφλουδα. Του έκοψαν το χέρι και επειδή ήταν άχρηστος για εργασία τον έστειλαν στους φούρνους. Τώρα μαθαίνω από τα αρχεία ότι ήταν από αυτούς που τους είχαν πάει στο Χαρτχάιμ.
Ομολογώ ότι δεν είχα ακούσει τίποτα. Από τη μια επηρεάστηκα πολύ μαθαίνοντας τώρα για τον Πύργο γιατί ήταν 20 χρονών παιδιά. Από την άλλη αισθάνομαι καλύτερα που δεν ζουν οι 4 αδελφές του που τον υπεραγαπούσαν και δεν έμαθαν πού τον πήγαν και το τέλος του. Παρά την πίκρα τους, τα επόμενα χρόνια, παρότι στην περιοχή μας έρχονταν τουρίστες από τη Γερμανία, δεν είχα ακούσει ποτέ κάποια κουβέντα μίσους για τους ανθρώπους αυτούς… Κάτι που δείχνει και το μεγαλείο των γυναικών, των ανθρώπων αυτών που δεν άφησαν το μίσος να τις κυριεύσει…» καταλήγει η κα Σ. Φυτουράκη.
«Ρωτούσαν η μητέρα μου, οι αδελφές του όποιον έπεστρεφε. Ακόμα και σε μάντη είχαν πάει εκείνη την εποχή. Ηξεραν μόνο ότι τον είχαν πάει στη Γερμανία. Κάποια στιγμή ένας Χανιώτης που ήταν μαζί του, δεν θυμάμαι ποιος, είχε πει ότι ήταν μαζί με τον θείο μου στα μαγειρεία του Μαουτχάουζεν και ότι τον έπιασαν οι Γερμανοί να τρώει πατατόφλουδα. Του έκοψαν το χέρι και επειδή ήταν άχρηστος για εργασία τον έστειλαν στους φούρνους. Τώρα μαθαίνω από τα αρχεία ότι ήταν από αυτούς που τους είχαν πάει στο Χαρτχάιμ.
Ομολογώ ότι δεν είχα ακούσει τίποτα. Από τη μια επηρεάστηκα πολύ μαθαίνοντας τώρα για τον Πύργο γιατί ήταν 20 χρονών παιδιά. Από την άλλη αισθάνομαι καλύτερα που δεν ζουν οι 4 αδελφές του που τον υπεραγαπούσαν και δεν έμαθαν πού τον πήγαν και το τέλος του. Παρά την πίκρα τους, τα επόμενα χρόνια, παρότι στην περιοχή μας έρχονταν τουρίστες από τη Γερμανία, δεν είχα ακούσει ποτέ κάποια κουβέντα μίσους για τους ανθρώπους αυτούς… Κάτι που δείχνει και το μεγαλείο των γυναικών, των ανθρώπων αυτών που δεν άφησαν το μίσος να τις κυριεύσει…» καταλήγει η κα Σ. Φυτουράκη.
Το…“Κέντρο Αποκατάστασης”
ΙΑΣΟΝΑΣ ΧΑΝΔΡΙΝΟΣ*Στις 2 Μαΐου 1944, έφτανε στο Μαουτχάουζεν μια αποστολή πολιτικών κρατουμένων από την Ελλάδα. Από τους 443 άνδρες της αποστολής, οι 242 ήταν Κρητικοί από όλους τους νομούς του νησιού, οι περισσότεροι από τον Νομό Χανίων, κυρίως αντάρτες και αντιστασιακοί που είχαν πιαστεί στο χτένισμα της 10ης Φεβρουαρίου 1944 που σάρωσε τα χωριά της επαρχίας Κυδωνίας (Μεσκλά, Λάκκοι, Ζούρβα, Θέρισο, Πρινές κ.ά.) που θεωρούνταν -δικαιολογημένα- ορμητήρια της Αντίστασης και κέντρα εφοδιασμού των Βρετανών αξιωματικών στη Δυτική Κρήτη. Στο στρατόπεδο είχαν προηγηθεί την προηγούμενη χρονιά 157 συμπατριώτες τους, συγκεκριμένα οι συλληφθέντες από το «μεγάλο μπλόκο της Κρήτης» (15 Ιουνίου 1943) που είχαν περάσει τις πύλες του στρατοπέδου στις 4 Νοεμβρίου 1943. Τα 2/3 των περίπου 400 Κρητικών που κλείστηκαν στο Μαουτχάουζεν δεν επέζησαν. Χωρίς εξαίρεση, όλοι εντάσσονταν μετά από ένα μικρό διάστημα καραντίνας ως καταναγκαστικοί εργάτες σε όλα τα υποστρατόπεδα που φιλοξενούσαν πολεμικά εργοστάσια (Μελκ, Γκούζεν Ι και Γκούζεν ΙΙ, Στάγιερ, Έμπενζεε και πολλά ακόμα), υπό συνθήκες απερίγραπτα εξοντωτικές.ΟΙ “ΜΗ ΙΚΑΝΟΙ ΓΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑ”
Η άφιξη της δεύτερης αποστολής από την Κρήτη συνέπεσε με μια γενικότερη αύξηση του αριθμού κρατουμένων σε όλο το στρατοπεδικό συγκρότημα Μαουτχάουζεν-Γκούζεν. Ο αριθμός των εξαντλημένων και των αρρώστων αύξανε αντίστοιχα, αναγκάζοντας τους Γερμανούς να λάβουν μέτρα. Την άνοιξη του 1944, o Ανώτερος Αρχίατρος του Μαουτχάουζεν, λοχαγός Φρήντριχ Εντρές έλαβε διαταγή από τον διοικητή του στρατοπέδου, Φραντς Τσήραϊς, να ξεκινήσει ομαδικές διαλογές όσων κρίνονταν ιατρικά «ικανοί προς εργασία». Αυτό σήμαινε ότι οι «μη ικανοί για εργασία» θα θανατώνονταν με συνοπτικές διαδικασίες. Η διαλογή θα λάμβανε χώρα στο νοσοκομείο του κεντρικού στρατοπέδου, καθώς και στο αναρρωτήριο του Γκούζεν, το οποίο είχε φτάσει στα όρια της πληρότητας. Ο αρχίατρος Εντρές δεν ήταν τυχαίο πρόσωπο. Προτού τοποθετηθεί ως αρχίατρος στο Μαουτχάουζεν τον Οκτώβριο του 1943, είχε υπηρετήσει δύο χρόνια ως γιατρός στο Αουσβιτς και γνώριζε καλύτερα από πολλούς το είδος της «ιατρικής» μεταχείρισης των κρατουμένων. Το 1946, στη μεγάλη δίκη των εγκλημάτων πολέμου για το Μαουτχάουζεν, είχε υποστηρίξει ότι έκανε το παν «για να επιλέγονται προς θανάτωση μόνο όσοι ασθενείς με βάση τις συνθήκες που επικρατούσαν στο στρατόπεδο, δεν είχαν πιθανότητες ίασης […]. Οι ασθενείς αυτοί μεταφέρονταν με εντολή [της διοίκησης] στο Χάρτχαιμ […] Εκεί θανατώνονταν με αέριο».ΤΟ SCHLOSS HARTHEIM
Το Ανάκτορο ή Πύργος του Χάρτχαϊμ (Schloss Hartheim) είναι ένα εξαιρετικού αρχιτεκτονικού κάλλους κάστρο του 17ου αιώνα περίπου 25 χιλιόμετρα δυτικά του Λιντς. Από το 1898 είχε μετατραπεί σε πρότυπο ψυχιατρείο-σανατόριο υπό τη διεύθυνση του Υπουργείου Πρόνοιας του κρατιδίου της Άνω Αυστρίας.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’30 η ιστορία του Πύργου ως κέντρου φροντίδας -και μάλιστα πρότυπου- των ψυχικά ασθενών όχι μόνο τερματίστηκε βίαια αλλά μετατράπηκε σε ένα από τα πλέον εφιαλτικά τοπόσημα της ναζιστικής κτηνωδίας.
Με την προσάρτηση της Αυστρίας στο Γ’ Ράιχ το 1938, οι τοπικές δομές πρόνοιας διαλύθηκαν και το Χάρτχαϊμ κρατικοποιήθηκε για να ενσωματωθεί σταδιακά στο τεράστιο πρόγραμμα ευθανασίας των Ναζί οι οποίοι από το φθινόπωρο του 1939, με εντολή του Χίτλερ, άρχισαν να υλοποιούν ένα από τα πιο εφιαλτικά τους σχέδια με την κωδική ονομασία Τ4: τη μαζική εξολόθρευση όλων των «σωματικά και ψυχικά ανίκανων» στο πλαίσιο μιας ευγονικής «εξυγίανσης» της γερμανικής κοινωνίας.
Το Τ4 ήταν μια κεντρικά διευθυνόμενη επιχείρηση η οποία περιλάμβανε ιατρικά πειράματα και ποικίλες δοκιμές πάνω σε μεθόδους θανάτωσης: κινητούς θαλάμους αερίων (κλειστά οχήματα) στους οποίους διοχετευόταν μονοξείδιο του άνθρακα. Ως ένα από τα σημεία όπου θα υλοποιούνταν αυτά τα εφιαλτικά σχέδια, το “Ιδρυμα Χάρτχαιμ” (όπως είχε μετονομαστεί) εκκενώθηκε από τους τελευταίους ασθενείς του τον Μάρτιο του 1940 και υπό τη διεύθυνση του δρα Ρούντολφ Λόναουερ αναδιοργανώθηκε σε ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα ευθανασίας στη ναζιστική επικράτεια. Από τον Μάιο του 1940 μέχρι τον Αύγουστο του 1941 δολοφονήθηκαν εκεί 18.269 ανάπηροι και διανοητικά ασθενείς που είχαν μεταφερθεί εκεί από διάφορα ψυχιατρεία της Αυστρίας, της Γερμανίας και της Σουδητίας -δηλαδή των προσαρτημένων στο Γ’ Ράιχ εδαφών της Τσεχοσλοβακίας. Τα θύματα υφίσταντο διάφορες εξετάσεις και ιατρικά πειράματα και τελικά δηλητηριάζονταν μαζικά σε έναν αεροστεγώς κλεισμένο θάλαμο αεριών με το δραστικό παρασιτοκτόνο Τσικλόν Μπε (Zyklon B), το ίδιο αέριο που χρησιμοποιούνταν μαζικά στο Αουσβιτς και στα άλλα στρατόπεδα εξόντωσης των Εβραίων.
Οι γιατροί αφαιρούσαν όργανα και συχνά τους εγκεφάλους των νεκρών και τα διατηρούσαν στη φορμόλη ως δείγματα, για «ερευνητικούς» σκοπούς. Τα πτώματα καίγονταν σε ένα ειδικό κρεματόριο, τα κόκαλα διαλύονταν σε ένα ηλεκτρικό γουδοχέρι, η στάχτη έμπαινε σε μεγάλα τσουβάλια τα οποία μεταφέρονταν με λεωφορεία (τα ίδια λεωφορεία που είχαν μεταφέρει τους δυστυχισμένους) στο Δούναβη όπου αδειαζόταν το περιεχόμενό τους.
Tην όλη διαδικασία ολοκλήρωνε η ανατριχιαστική συγκάλυψη του εγκλήματος: Οι συγγενείς των θυμάτων ενημερώνονταν επίσημα μέσω επιστολών πως οι άνθρωποι τους είχαν «δυστυχώς» αποβιώσει, υποτίθεται, συνέπεια κάποιας ασθένειας ή κάποιας επιπλοκής της υγείας τους(!). Από τα τέλη του 1941 το Χάρτχαιμ συνδέθηκε με το διαρκώς διογκούμενο ναζιστικό στρατοπεδικό σύμπαν. Ο Αρχηγός των Ες-Ες, Χάινριχ Χίμλερ είχε διατάξει από τον Απρίλιο του 1941 την εφαρμογή του σχεδίου «14 f 13», δηλαδή των εξόντωση όσων ομήρων και αιχμαλώτων ήταν υπερβολικά αδύναμοι ή ασθενείς, και από τον Ιούλιο άρχισαν να φτάνουν στον Πύργο κρατούμενοι από το Μαουτχάουζεν και το Νταχάου που είχαν επιλεγεί έπειτα από ιατρική εξέταση. Το 1942 και το 1943 οι αποστολές σταμάτησαν σχεδόν τελείως για να ξεκινήσουν ξανά τον Απρίλιο του 1944, όταν ο Πύργος ουσιαστικά ενσωματώθηκε στο σύστημα λειτουργίας των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς, όταν το Χαρτχάιμ έκλεισε οριστικά και το κρεματόριό του διαλύθηκε, θα δολοφονούνταν σχεδόν 4.800 κρατούμενοι του Μαουτχάουζεν, στην πλειοψηφία τους Ούγγροι Εβραίοι και Σοβιετικοί αιχμάλωτοι πολέμου. Το σύνολο των θανατωθέντων ομήρων, αιχμαλώτων και πολιτών – καταναγκαστικών εργατών από την ανατολική Ευρώπη υπολογίζεται για την ίδια περίοδο σε πάνω από 8.000, ανάμεσά τους πιθανόν και γυναίκες.
Οι μελλοθάνατοι, σε τραγική σωματική και ψυχική κατάσταση, οδηγούνταν στο ταξίδι χωρίς επιστροφή κατευθείαν από το νοσοκομείο του Μαουτχάουζεν ή το αναρρωτήριο του Γκούζεν σε ομάδες των 40-50. Για τη μεταφορά τους στον Πύργο χρησιμοποιούνταν μπλε λεωφορεία μάρκας Μερσεντές των οποίων τα παράθυρα είχαν περαστεί με πηχτή μπογιά ίδιου χρώματος. Ήταν η απόλυτη αποκοπή από τον έξω κόσμο. Η πιο λεπτομερής μαρτυρία για τα όσα αποτρόπαια συνέβαιναν στο Χάρτχαϊμ ανήκει στον ανθυπασπιστή των Ες-Ες, Καρλ Βάσνερ, υπεύθυνου του Kommando (Ομάδα Εργασίας) που επάνδρωνε το Κρεματόριο του Γκούζεν, ο οποίος μια φορά διατάχθηκε να συνοδεύσει μια από τις αποστολές. Το πρώτο που περίεγραψε ήταν πως το εσωτερικό του λεωφορείου είχε διαμορφωθεί σαν αστυνομική κλούβα, ο χώρος των καθισμάτων χωριζόταν από το μπροστινό μέρος: «Οι κρατούμενοι ήταν ήδη μέσα στο όχημα. Εγώ κάθισα στη θέση συνοδηγού ανάμεσα στο κουβούκλιο του οδηγού και το κελί. Υποθέτω ότι οι κρατούμενοι γνώριζαν τι τους περίμενε. Το συνάγω από το εξής: Κατά τη διαδρομή, ένας από αυτούς ήρθε στο χώρισμα πίσω μου και με αναζήτησε μέσα από το παραθυράκι που είχε σιδερένιο πλέγμα, ήθελε φωτιά για να ανάψει το τσιγάρο του. Αρνήθηκα γιατί οι εντολές μου δεν το επέτρεπαν. Τότε αυτός, όταν με είδε διστακτικό, είπε με νόημα πως έτσι κι αλλιώς θα ήταν το τελευταίο τσιγάρο που θα έκανε. Φτάνοντας στον Πύργο […] οδηγήσαμε τους κρατουμένους σε έναν ειδικό χώρο […] Εκεί, ένας πολίτης που εργαζόταν στο Ιδρυμα, τους διέταξε να γδυθούν τελείως και να αφήσουν τα ρούχα τους σε συγκεκριμένο σημείο, ώστε να τα ξαναβρούν εύκολα μετά το μπάνιο. Υστερα τους οδήγησε σε έναν παρακείμενο χώρο. Θυμάμαι ότι ο χώρος αυτός είχε μια βαριά πόρτα η οποία έκλεινε με ένα βαρύ χερούλι, σαν κι αυτό που χρησιμοποιείται στα ψυγεία. Έχει επίσης μείνει στη μνήμη μου ότι ένας κρατούμενος γύρισε ξαφνικά πίσω για να πάρει τα γυαλιά του, που είχε βγάλει μαζί με τα ρούχα. Τότε ο πολίτης του είπε με νόημα πως στον Αγιο Πέτρο δεν χρειάζονται γυαλιά. Οταν μπήκαν όλοι μέσα, μείναμε στον προθάλαμο, εγώ, ο δεύτερος συνοδός της αποστολής και ο οδηγός […] Μετά από τρία λεπτά, οι άλλοι έριξαν μια ματιά από το φινιστρίνι της πόρτας μέσα στο θάλαμο. Οταν απομακρύνθηκαν, κοίταξα κι εγώ. Ο θάλαμος φωτιζόταν ακόμα και μπορούσα να δω ότι όλοι είχαν πέσει στο πάτωμα. Είχα την εντύπωση ότι ήταν περισσότεροι από όσους είχαμε μεταφέρει από το Γκούζεν, ανάμεσά τους και γυναίκες. Κάποιοι ήταν φανερό ότι ζούσαν ακόμα».
Πολλά από τα ονόματα είναι γνωστά από ονομαστικές λίστες μεταγωγής που έχουν διασωθεί αλλά το πραγματικό εύρος της φρίκης προκύπτει από την γραφειοκρατικού τύπου διαχείριση της ευθανασίας η οποία είναι ανιχνεύσιμη στα ίδια τα αρχεία του Μαουτχάουζεν: οι κρατούμενοι που μετάγονταν στο Χάρτχαϊμ «εξαφανίζονταν» από τα βιβλία του στρατοπέδου. Τα ονόματά τους διαγράφονταν και δίπλα σημειωνόταν αργότερα μια τυχαία ημερομηνία θανάτου -ενδεικτικά- ενώ δεν δηλωνόταν αιτία θανάτου, κάτι ασυνήθιστο ακόμα και για τα δεδομένα των στρατοπέδων συγκέντρωσης.
Η μόνη ένδειξη ήταν η συμπλήρωση (χειρόγραφη ή με σφραγίδα) δίπλα στο όνομα της λέξης “Erholungsheim”, δηλαδή «κέντρο αποκατάστασης». Μια από τις πιο κυνικές εκδοχές διαστρέβλωσης της πραγματικότητας από όλα τα ναζιστικά εγκλήματα.* Δρ. Νεώτερης και Σύγχρονης Ιστορίας, Επιστημονικός συνεργάτης Πανεπιστημίου Ρέγκενσμπουργκ.1. Η λίστα με τα ονόματα, τους τόπους καταγωγής, το έτος γέννησης και τα επαγγέλματα των εκτοπισμένων υπάρχει στο αρχείο του Μαουτχάουζεν. Για την πληρέστερη συλλογή μαρτυριών ομήρων από την αποστολή αυτή, βλ. Πηνελόπη Ι. Ντουντουλάκη, Η Μνήμη και η Στάχτη.
2. Ελευθέριος Στεφάνου Φοινίτσης, Oμηροι από το Ηράκλειο Κρήτης στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των ναζί. Ηράκλειο Κρήτης 2011, σ. 10-12, 22-35.
3. Παρατίθεται στο: Andreas Baumgarten, “Die Kranken sind dann vergast worden.“ Die Ermordung von KZ-Häftlingen in Hartheim. Στο: Tötungsanstalt Hartheim. Öberösterreichisches Landesarchiv/Lern- und Gedenkort Schloss Hartheim, Λιντς 2005, σ. 95-106, εδω: 97.
4. Brigitte Kepplinger, Die Tötungsanstalt Hartheim 1940-1945. Στο: Tötungsanstalt Hartheim. Öberösterreichisches Landesarchiv/Lern- und Gedenkort Schloss Hartheim, Λιντς 2005, σ. 41-94, εδω: 64.
5. Παρατίθεται στο: Pierre Serge Choumoff, Nationalsozialistische Massentötungen durch Giftgas auf Österreichischem Gebiet 1940-1945. Mauthausen Studien, Band 1a, Bundesministerium für Inneres, Βιεννη 2000, σ. 72-73.
6. Choumoff, Nationalsozialistische Massentötungen, σ. 68-70.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου