Εκεί που στεγάσθηκαν τα όνειρα…Το συγκρότημα κατοικιών στην οδό Σήφακα που φιλοξένησε οικογένειες που είχαν χάσει τα πάντα στον πόλεμο
Καμαρούλες μια σταλιά, στέγασαν τα όνειρα και τις ελπίδες μιας γενιάς Χανιωτών που βγήκε κατεστραμμένη μετά τον πόλεμο. Η πολυκατοικία των βομβόπληκτων στο τέρμα της οδού Σήφακα στη Σπλάντζια, στέγασε 37 οικογένειες και πάνω από 50 παιδιά, τα σπίτια των οποίων είχαν καταστραφεί κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ξεκίνησε να κατασκευάζεται με πόρους από το σχέδιο “Μάρσαλ” αποπερατώθηκε στα 1949. Παρότι έχουν περάσει πολλά χρόνια το παλιό κτήριο κρατιέται καλά, το ίδιο και οι αναμνήσεις των ανθρώπων που γεννήθηκαν, μεγάλωσαν, ζουν μαζί με αυτό…
1 από 2
«Αυτό το ντουβάρι είναι το πατρικό μου…» «Αυτό το ντουβάρι που βλέπετε είναι το πατρικό μου. Μπήκα μέσα πρώτη φορά σε ηλικία 9 ετών τον Ιανουάριο του 1949 » μας λέει η κ. Eλπίδα Λιλικάκη. Μας ξεναγεί στο παλιό της σπίτι, μας δείχνει το σημείο που υπήρχε το τζάκι όπου οι γυναίκες μαγείρευαν, που ήταν το υπνοδωμάτιο, τα ντουλάπια που οι άνθρωποι της εποχής έβαζαν ότι χρήσιμο είχαν. Το πατρικό της κοντά στην πλατεία είχε καταστραφεί ολοκληρωτικά στους βομβαρδισμούς του 1941 από τους ναζί κατακτητές. «Την 20η Μαίου του ΄41 επρόκειτο να βαπτιστώ από το Γιώργο Σολάκο των “Μύλων”. Η βάπτιση έγινε αλλά …ούτε γλέντι, ούτε τίποτα. Το σπίτι μας ισοπεδώθηκε και μέχρι να έλθουμε στην Πολυκατοικία οι βομβόπληκτοι ζούσαμε σε τσαντίρια, σε σκηνές στην παλιά σχολή χωροφυλακής (προμαχώνας Mocenigo) σε συνθήκες απερίγραπτες! Φοβερά δύσκολες καταστάσεις, κάποια στιγμή μας έφτιαξαν παράγκες στον ίδιο χώρο. Ένα δωμάτιο όλη η οικογένεια και για τουαλέτα ένας λάκκος. Επειδή ο πατέρας μου, Γιάννης Λιλικάκης είχε το εστιατόριο το “Φάληρο” στο Κουμ Καπί στην οικογένεια μας φαγητό δεν έλειψε, αλλά η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων δυσκολεύονταν και γι’ αυτό ακόμα». Στα 1949 και μετά την κλήρωση των σπιτιών η οικογένεια της κ. Λιλικάκη ήταν τυχερή και πήρε το μικρό διαμέρισμα στο ισόγειο της πολυκατοικίας. Σαράντα τετραγωνικά για δύο ενήλικες και πέντε παιδιά! «Στριμωγμένοι; Αυτό είναι μια κουβέντα, ο ένας πάνω στον άλλον ήμασταν, αλλά σίγουρα καλύτερα από τις σκηνές και τις παράγγες, είχαμε και τουαλέτα! Στην αρχή δεν είχαμε νερό και παιδί θυμάμαι να με στέλνει η μητέρα μου να γεμίσω το κουβαδάκι μου από τη Δημ. Αγορά, τον Κήπο όπου υπήρχαν δημόσιες βρύσες και το άδειαζα σε ένα κιούπι. Μετά από καιρό έφτιαξαν μια δεξαμενή και από εκεί έφερναν νερό σε βρύσες στο αίθριο», θυμάται η συνομιλήτρια μας. Όλη η πολυκατοικία ήταν μια γειτονιά, με τους ανθρώπους να διατηρούν καλές σχέσεις. «Καθένας ανάλογα τον τύπο και τον χαρακτήρα του έφτιαχνε τις δικές τους παρέες και φιλίες. Αλλά δεν είχαμε ούτε προστριβές, ούτε γκρίνιες, ούτε τίποτα. Όλοι ζούσαμε μέσα στη φτώχεια και στις δυσκολίες της εποχής, αυτό μας συνέδεε. Eμείς τα κορίτσια παίζαμε αμπάριζα, ξυλίκι, τα αγόρια μπάλα ή στο αίθριο της πολυκατοικίας ή γύρω στα χαλάσματα. Βέβαια επειδή στην Ελλάδα πάντα υπάρχει το μέσο διαμέρισμα είχαν πάρει και κάποιοι που δεν το είχαν τόσο ανάγκη αλλά είχαν σχέσεις… με ισχυρούς πολιτικούς της εποχής εκείνης. Γίνονταν κι αυτά! Η εικόνα της Σπλάντζιας μεταπολεμικά ήταν τι να σας πω… τα περισσότερα σπίτια είχαν ισοπεδωθεί, ήταν σωροί τα χαλάσματα παντού, χρόνια μετά έγιναν πολυκατοικίες. Έμεινα στην πολυκατοικία μέχρι το 1963, όταν έφυγα στη Γερμανία με τον άνδρα μου για να δουλέψουμε. Έφυγα υπογράφοντας συμβόλαιο ότι θα πληρωνόμουν 3,45 την ώρα ως εργάτρια σε εργοστάσιο κονσερβοποιίας. Εκεί μας έφεραν άλλο συμβόλαιο να υπογράψουμε που έλεγε ότι θα λαμβάνουμε 1,45 την ώρα! “Αυτό είναι το Γερμανικό συμβόλαιο αν θέλεις υπόγραψε, αν δεν θέλεις το τρένο σε περιμένει για να φύγεις”, μου είπε η επιστάτρια και μου πέταξε το συμβόλαιο, καταλαβαίνεται τη εκμετάλλευση δεχόμασταν…». Στην πολυκατοικία η κ. Λιλικάκη επέστρεψε το 1980, αγόρασε δύο διαμερίσματα στον ίδιο χώρο αυτή τη φορά στον τρίτο όροφο. «Πως βλέπω σήμερα την πολυκατοικία; Έχει αλλάξει η φυσιογνωμία της, είναι λίγοι οι παλιοί κάτοικοι που έχουν απομείνει. Έτσι γίνεται πάντα…» καταλήγει η κ. Λιλικάκη.
Μια ζωή…
Tο 1951, παιδάκι 9 χρονών η 78χρονη σήμερα κυρά Δήμητρα Παπαδάκη θα μετακομίσει στην πολυκατοικία των βομβόπληκτων μαζί με τη μητέρα της. Το σπίτι τους στην πλατεία της Σπλάντζιας είχε καταστραφεί και αρχικά είχαν μετακομίσει σε τσαντίρια και παράγκες που είχαν στηθεί δίπλα στην παλιά Σχολή Χωροφυλακής στον προμαχώνα Mocenigo. Το νέο τους σπίτι ήταν πολύ όμορφο κι από εκείνη την περίοδο έχει να θυμάται, όπως λέει, μόνο καλά πράγματα. «Ήμασταν 37 οικογένειες εδώ και ήμασταν όλοι αγαπημένοι», σημειώνει. «Είχαμε γκαζιέρες και μαγειρεύαμε, ούτε πλυντήρια ούτε τίποτα. Είχαμε σκάφες και φέρναμε το νερό από τις βρύσες που υπήρχαν στην αυλή», θυμάται. Οι κάτοικοι της πολυκατοικίας ήταν λαϊκοί άνθρωποι. Εργάτες και ψαράδες οι περισσότεροι. «Φτωχοί ανθρώποι ήταν», σημειώνει η συνομιλήτριά μας και προσθέτει ότι η ίδια από 10 χρονών ξεκίνησε να κάνει μεροκάματα άλλοτε μαζεύοντας χαμομήλι, πορτοκάλια, μανταρίνια ή ρίγανη κι άλλοτε παστώνοντας σαρδέλες ή δουλεύοντας στη γειτονική σταφιδική και στα κίτρα στο παλιό λιμάνι. «Όταν παντρεύτηκα είχα μόνο ένα ντιβάνι ξύλινο, προίκα της μάνας μου. Μετά έκανα τα 4 παιδιά μου και σήμερα έχω 15 εγγόνια και 14 δισέγγονα!», σημειώνει η κυρά Δήμητρα και μας δείχνει το μικρό δωμάτιο που μεγάλωσε την οικογένειά της. Η πολυκατοικία των βομβόπληκτων όμως υπήρξε από μόνη της και μια γειτονιά. Στην εσωτερική κοινόχρηστη αυλή γιορτάζονταν ο Κλήδονας, έκαιγαν τον Μάη και στήνονταν αυτοσχέδια γλέντια, ενώ τις καθημερινές οι κάτοικοι αποσπέριζαν μοιράζοντας τις καθημερινές τους αγωνίες. Τις δεκαετίες του ‘70 και του ‘80 άρχισε να αλλάζει η κατάσταση στην πολυκατοικία. Οι παλιοί κάτοικοι άρχισαν να φεύγουν ένας – ένας από τη ζωή και οι κληρονόμοι τους είτε πουλούσαν το διαμέρισμα είτε το νοίκιαζαν είτε τα μετέτρεψαν σε πασιόν. «Από τις 37 οικογένειες που ήμασταν παλιά σήμερα έχουν μείνει 5-6», σημειώνει η κυρά Δήμητρα. Η ίδια δεν έφυγε ποτέ από την πολυκατοικία. «Πού να πάμε, έχουμε αλλού να πάμε;», σχολιάζει. Δυστυχώς, η σημερινή εικόνα της πολυκατοικίας των βομβόπληκτων δεν θυμίζει σε τίποτα τα παλιά χρόνια. Το κτήριο, αν και όπως αποδείχθηκε είναι πολύ γερής κατασκευής, χρήζει παρεμβάσεων και συντήρησης. «Έχει ρημάξει. Θέλει φτιάξιμο, συντήρηση, αλλά δεν υπάρχουν χρήματα. Ο καθένας ό,τι μπορεί κάνει», αναφέρει κλείνοντας την κουβέντα μας η κυρά Δήμητρα.
Συναισθηματικά δεμένος
Γεννηθείς το 1958 ο Νίκος Καϊντιρμόγλου έχει όπως λέει τις καλύτερες αναμνήσεις από την πολυκατοικία ως παιδί. «Όλο φασαρία κάναμε. Πατίνια, μπουγελώματα τα καλοκαίρια, πετροπόλεμος, ξεσηκώναμε τη γειτονιά!», θυμάται. Οι βόλτες στη Σπλάντζια και το εμπορικό τότε λιμάνι ήταν σε ημερήσια διάταξη για τα παιδιά. «Βουτιές, μπάνια, κυνηγητό με το λιμενικό κι άμα σε έπιαναν έπεφτε ξύλο!», σημειώνει. Στην πολυκατοικία είχε έρθει η γιαγιά του και αργότερα η οικογένειά του αγόρασε ένα ακόμα διαμέρισμα από έναν ιερωμένο. Η αυλή αποτελούσε το κέντρο της ζωής της πολυκατοικίας. Η κατάσταση άρχισε να αλλάζει μετά τη δεκαετία του ‘70. Κάποιοι όπως ο ίδιος έφυγαν για το εξωτερικό, άλλοι για Αθήνα κι άλλοι πούλησαν το διαμέρισμά τους. «Δεν το σκέφτηκα ποτέ να εγκαταλείψω την πολυκατοικία. Για συναισθηματικούς λόγους πιο πολύ», σχολιάζει ο συνομιλητής μας. Δυστυχώς, παρά τις προσπάθειες των κατοίκων, η πολυκατοικία των βομβόπληκτων έχει εγκαταλειφθεί πλήρως από την Πολιτεία. Οι κάτοικοι αυτό που θα ήθελαν θα ήταν να γίνει μια συντήρηση στο κτήριο, καθώς τα χρόνια βαραίνουν πλέον πάνω στο ιστορικό κτήριο. «Δεν είναι εύκολο να κάνουμε κάτι, διότι ακόμα κι αν εγώ φτιάξω το δικό μου διαμέρισμα αν δεν το φτιάξει ο από κάτω μου, δεν γίνεται τίποτα. Χρειάζεται, λοιπόν, μια βοήθεια», σημειώνει ο Νίκος υπογραμμίζοντας, ωστόσο, ότι μέχρι σήμερα η Πολιτεία δεν έχει δείξει κανένα ενδιαφέρον.
Γέννημα θρέμμα Ο Κυριάκος Ανιτσάκης γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1953 μέσα σε ένα διαμέρισμα της πολυκατοικίας. Μαία υπήρξε μια γειτόνισσα. Οι γονείς του είχαν μετακομίσει στην πολυκατοικία 1-2 χρόνια πριν. Το σπίτι τους είχε απαλλοτριωθεί και τους προσφέρθηκε ένα διαμέρισμα στους βομβόπληκτους. Μέχρι σήμερα παραμένουν χαραγμένες στη μνήμη του Κυριάκου οι εικόνες από μια πολυκατοικία γεμάτη ζωή. «Ήμασταν πάνω από 50 παιδιά! Υπήρχε ατελείωτο παιχνίδι και φασαρία», θυμάται. Δίπλα από την πολυκατοικία υπήρχε την εποχή εκείνη ένα μεγάλο οικόπεδο όπου συγκεντρώνονταν όλα τα παιδιά. «Στήναμε πολέμους με τα παιδιά από τις άλλες γειτονιές. Καστέλι – Σπλάντζια για παράδειγμα. Όμως ήταν και μια συνοικία που έμοιαζε σαν ένα μεγάλο θέατρο στα μάτια μας με διάφορες προσωπικότητες: την Τσαμπιό, τον Ηλία τον Μπαμπούκο, το Μάκη τον τραγουδιστή, τον Παντελή τον Μπαραμπάκο κ.ά.» Το κλίμα μεταξύ των γειτόνων ήταν καλό σημειώνει: «Μαγείρευε για παράδειγμα κάποιος ένα πιάτο καλό φαΐ κι έδινε και στους άλλους. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τη μάνα μου να λέει: «παιδάκι μου όλο δίνω – δίνω κι όλο γεμάτο είναι το ψυγείο!». Ήταν, ωστόσο, και χρόνια με μεγάλη φτώχεια και τα παιδιά αναζητούσαν όπου μπορούσαν ένα χαρτζιλίκι: «Εγώ σαν παιδί δεν υπήρχε κηδεία να μην πάω. Μας έβαζαν μια ποδιά, κρατάγαμε το στεφάνι κ.λπ. και παίρναμε 5 δραχμές. Άλλες φορές μαζεύαμε μπρούτζα, σύρματα κ.λπ. και τα πουλάγαμε στην πλάστιγγα που υπήρχαν κάποια παλιατζίδικα», αναπολεί ο Κυριάκος. Καθώς βρίσκονταν κοντά στις “Χιόνες” οι άνθρωποι της πολυκατοικίας δεν ξεχνούν τις ανθρώπινες σχέσεις που υπήρχαν με τις γυναίκες της οδού Μίνωος. «Για παράδειγμα μια ένοικος της πολυκατοικίας θυμάμαι μεγάλωσε στο σπίτι της ένα κοριτσάκι μιας κοκότας, γιατί δεν μπορούσε να το έχει εκεί η μητέρα του. Επίσης, οι κοκότες έδιναν τα ρούχα τους σε γειτόνισσες που τα έπλεναν κι έβγαζαν ένα χαρτζιλίκι. Όμως κι εμάς τα παιδιά μας τάιζαν, τους λέγαμε τα κάλαντα κ.λπ. Υπήρχαν επίσης πολλές “τσατσάδες” που ήταν γειτόνισσες και δούλευαν εκεί», θυμάται ο συνομιλητής μας. Σήμερα η πολυκατοικία δεν θυμίζει σε τίποτα εκείνες τις παλιές μέρες. Κάποια διαμερίσματα παραμένουν κλειστά εδώ και πολλά χρόνια, ενώ οι εναπομείναντες κάτοικοι παλεύουν να επιβιώσουν μέσα σε μια παλιά πόλη που έχει μετατραπεί σε ένα τεράστιο… διασκεδαστήριο. «Το καλοκαίρι ζούμε ένα δράμα. Δεν είναι μόνο οι μουσικές, είναι τα κατουρήματα, οι φωνές, οι φασαρίες. Δεν μπορείς να κοιμηθείς!», σχολιάζει ο Κυριάκος που αν και έφυγε για αρκετά χρόνια από τη γειτονιά που μεγάλωσε γύρισε παραμένοντας συναισθηματικά δεμένος με αυτήν.
“Oι βομβόπληκτοι απωλέσαντες τα πάντα…”
Στα φύλλα του Νοεμβρίου του 1950 της εφημερίδας “Κήρυξ” βρίσκουμε την τοποθέτηση του προέδρου της Ένωσης Βομβόπληκτων Ιδιοκτητών Ακινήτων Χανίων κ. Ιωσήφ Σπαντιδάκη στο συνέδριο ανασυγκρότησης που είχε γίνει πρόσφατα. «…Πέντε έτη μετά την απελευθέρωση, επί συνόλου 3.800 οικογενειών βομβοπλήκτων εκ των οποίων οι 1000 ολοκληρωτικώς κατεστραμμένοι στεγάσθηκαν από το κράτος μόνο 77 οικογένειες, οι υπόλοιπες αφέθησαν εγκαταλελειμμένες στις τύχες τους», αναφέρει ο κ. Σπαντιδάκης. Σε άλλο σημείο της δημοσίευσης του προτείνει για τη στέγαση των βομβόπληκτων να αντληθούν πόροι από διάφορες πηγές ανάμεσα τους «…η εγκαταλειφθήσα εχθρική περιουσία ως και μέρος των επανορθώσεων. Σε άλλες χώρες όπως στη Γαλλία ολόκληρος ο φόρος πάνω στο κρασί έχει διατεθεί για την επανοικοδόμηση των κτισμάτων που καταστράφηκαν στον πόλεμο». Ο ίδιος προτείνει την κατασκευή λαϊκών κατοικιών που «στην πόλη μας είναι δυνατή, εφόσον έχουμε υπεραρκετά οικόπεδα του Δημοσίου και του Δήμου».
Εκεί που στεγάσθηκαν τα όνειρα…Το συγκρότημα κατοικιών στην οδό Σήφακα που φιλοξένησε οικογένειες που είχαν χάσει τα πάντα στον πόλεμο
Καμαρούλες μια σταλιά, στέγασαν τα όνειρα και τις ελπίδες μιας γενιάς Χανιωτών που βγήκε κατεστραμμένη μετά τον πόλεμο.
Η πολυκατοικία των βομβόπληκτων στο τέρμα της οδού Σήφακα στη Σπλάντζια, στέγασε 37 οικογένειες και πάνω από 50 παιδιά, τα σπίτια των οποίων είχαν καταστραφεί κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ξεκίνησε να κατασκευάζεται με πόρους από το σχέδιο “Μάρσαλ” αποπερατώθηκε στα 1949. Παρότι έχουν περάσει πολλά χρόνια το παλιό κτήριο κρατιέται καλά, το ίδιο και οι αναμνήσεις των ανθρώπων που γεννήθηκαν, μεγάλωσαν, ζουν μαζί με αυτό…
«Αυτό το ντουβάρι είναι το πατρικό μου…»
«Αυτό το ντουβάρι που βλέπετε είναι το πατρικό μου. Μπήκα μέσα πρώτη φορά σε ηλικία 9 ετών τον Ιανουάριο του 1949 » μας λέει η κ. Eλπίδα Λιλικάκη. Μας ξεναγεί στο παλιό της σπίτι, μας δείχνει το σημείο που υπήρχε το τζάκι όπου οι γυναίκες μαγείρευαν, που ήταν το υπνοδωμάτιο, τα ντουλάπια που οι άνθρωποι της εποχής έβαζαν ότι χρήσιμο είχαν. Το πατρικό της κοντά στην πλατεία είχε καταστραφεί ολοκληρωτικά στους βομβαρδισμούς του 1941 από τους ναζί κατακτητές. «Την 20η Μαίου του ΄41 επρόκειτο να βαπτιστώ από το Γιώργο Σολάκο των “Μύλων”. Η βάπτιση έγινε αλλά …ούτε γλέντι, ούτε τίποτα. Το σπίτι μας ισοπεδώθηκε και μέχρι να έλθουμε στην Πολυκατοικία οι βομβόπληκτοι ζούσαμε σε τσαντίρια, σε σκηνές στην παλιά σχολή χωροφυλακής (προμαχώνας Mocenigo) σε συνθήκες απερίγραπτες! Φοβερά δύσκολες καταστάσεις, κάποια στιγμή μας έφτιαξαν παράγκες στον ίδιο χώρο. Ένα δωμάτιο όλη η οικογένεια και για τουαλέτα ένας λάκκος. Επειδή ο πατέρας μου, Γιάννης Λιλικάκης είχε το εστιατόριο το “Φάληρο” στο Κουμ Καπί στην οικογένεια μας φαγητό δεν έλειψε, αλλά η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων δυσκολεύονταν και γι’ αυτό ακόμα».
Στα 1949 και μετά την κλήρωση των σπιτιών η οικογένεια της κ. Λιλικάκη ήταν τυχερή και πήρε το μικρό διαμέρισμα στο ισόγειο της πολυκατοικίας. Σαράντα τετραγωνικά για δύο ενήλικες και πέντε παιδιά! «Στριμωγμένοι; Αυτό είναι μια κουβέντα, ο ένας πάνω στον άλλον ήμασταν, αλλά σίγουρα καλύτερα από τις σκηνές και τις παράγγες, είχαμε και τουαλέτα! Στην αρχή δεν είχαμε νερό και παιδί θυμάμαι να με στέλνει η μητέρα μου να γεμίσω το κουβαδάκι μου από τη Δημ. Αγορά, τον Κήπο όπου υπήρχαν δημόσιες βρύσες και το άδειαζα σε ένα κιούπι. Μετά από καιρό έφτιαξαν μια δεξαμενή και από εκεί έφερναν νερό σε βρύσες στο αίθριο», θυμάται η συνομιλήτρια μας.
Όλη η πολυκατοικία ήταν μια γειτονιά, με τους ανθρώπους να διατηρούν καλές σχέσεις. «Καθένας ανάλογα τον τύπο και τον χαρακτήρα του έφτιαχνε τις δικές τους παρέες και φιλίες. Αλλά δεν είχαμε ούτε προστριβές, ούτε γκρίνιες, ούτε τίποτα. Όλοι ζούσαμε μέσα στη φτώχεια και στις δυσκολίες της εποχής, αυτό μας συνέδεε. Eμείς τα κορίτσια παίζαμε αμπάριζα, ξυλίκι, τα αγόρια μπάλα ή στο αίθριο της πολυκατοικίας ή γύρω στα χαλάσματα. Βέβαια επειδή στην Ελλάδα πάντα υπάρχει το μέσο διαμέρισμα είχαν πάρει και κάποιοι που δεν το είχαν τόσο ανάγκη αλλά είχαν σχέσεις… με ισχυρούς πολιτικούς της εποχής εκείνης. Γίνονταν κι αυτά! Η εικόνα της Σπλάντζιας μεταπολεμικά ήταν τι να σας πω… τα περισσότερα σπίτια είχαν ισοπεδωθεί, ήταν σωροί τα χαλάσματα παντού, χρόνια μετά έγιναν πολυκατοικίες. Έμεινα στην πολυκατοικία μέχρι το 1963, όταν έφυγα στη Γερμανία με τον άνδρα μου για να δουλέψουμε. Έφυγα υπογράφοντας συμβόλαιο ότι θα πληρωνόμουν 3,45 την ώρα ως εργάτρια σε εργοστάσιο κονσερβοποιίας. Εκεί μας έφεραν άλλο συμβόλαιο να υπογράψουμε που έλεγε ότι θα λαμβάνουμε 1,45 την ώρα! “Αυτό είναι το Γερμανικό συμβόλαιο αν θέλεις υπόγραψε, αν δεν θέλεις το τρένο σε περιμένει για να φύγεις”, μου είπε η επιστάτρια και μου πέταξε το συμβόλαιο, καταλαβαίνεται τη εκμετάλλευση δεχόμασταν…». Στην πολυκατοικία η κ. Λιλικάκη επέστρεψε το 1980, αγόρασε δύο διαμερίσματα στον ίδιο χώρο αυτή τη φορά στον τρίτο όροφο.
«Πως βλέπω σήμερα την πολυκατοικία; Έχει αλλάξει η φυσιογνωμία της, είναι λίγοι οι παλιοί κάτοικοι που έχουν απομείνει. Έτσι γίνεται πάντα…» καταλήγει η κ. Λιλικάκη.
Μια ζωή…
Tο 1951, παιδάκι 9 χρονών η 78χρονη σήμερα κυρά Δήμητρα Παπαδάκη θα μετακομίσει στην πολυκατοικία των βομβόπληκτων μαζί με τη μητέρα της. Το σπίτι τους στην πλατεία της Σπλάντζιας είχε καταστραφεί και αρχικά είχαν μετακομίσει σε τσαντίρια και παράγκες που είχαν στηθεί δίπλα στην παλιά Σχολή Χωροφυλακής στον προμαχώνα Mocenigo.
Το νέο τους σπίτι ήταν πολύ όμορφο κι από εκείνη την περίοδο έχει να θυμάται, όπως λέει, μόνο καλά πράγματα. «Ήμασταν 37 οικογένειες εδώ και ήμασταν όλοι αγαπημένοι», σημειώνει.
«Είχαμε γκαζιέρες και μαγειρεύαμε, ούτε πλυντήρια ούτε τίποτα. Είχαμε σκάφες και φέρναμε το νερό από τις βρύσες που υπήρχαν στην αυλή», θυμάται.
Οι κάτοικοι της πολυκατοικίας ήταν λαϊκοί άνθρωποι. Εργάτες και ψαράδες οι περισσότεροι. «Φτωχοί ανθρώποι ήταν», σημειώνει η συνομιλήτριά μας και προσθέτει ότι η ίδια από 10 χρονών ξεκίνησε να κάνει μεροκάματα άλλοτε μαζεύοντας χαμομήλι, πορτοκάλια, μανταρίνια ή ρίγανη κι άλλοτε παστώνοντας σαρδέλες ή δουλεύοντας στη γειτονική σταφιδική και στα κίτρα στο παλιό λιμάνι. «Όταν παντρεύτηκα είχα μόνο ένα ντιβάνι ξύλινο, προίκα της μάνας μου. Μετά έκανα τα 4 παιδιά μου και σήμερα έχω 15 εγγόνια και 14 δισέγγονα!», σημειώνει η κυρά Δήμητρα και μας δείχνει το μικρό δωμάτιο που μεγάλωσε την οικογένειά της.
Η πολυκατοικία των βομβόπληκτων όμως υπήρξε από μόνη της και μια γειτονιά. Στην εσωτερική κοινόχρηστη αυλή γιορτάζονταν ο Κλήδονας, έκαιγαν τον Μάη και στήνονταν αυτοσχέδια γλέντια, ενώ τις καθημερινές οι κάτοικοι αποσπέριζαν μοιράζοντας τις καθημερινές τους αγωνίες.
Τις δεκαετίες του ‘70 και του ‘80 άρχισε να αλλάζει η κατάσταση στην πολυκατοικία. Οι παλιοί κάτοικοι άρχισαν να φεύγουν ένας – ένας από τη ζωή και οι κληρονόμοι τους είτε πουλούσαν το διαμέρισμα είτε το νοίκιαζαν είτε τα μετέτρεψαν σε πασιόν.
«Από τις 37 οικογένειες που ήμασταν παλιά σήμερα έχουν μείνει 5-6», σημειώνει η κυρά Δήμητρα. Η ίδια δεν έφυγε ποτέ από την πολυκατοικία. «Πού να πάμε, έχουμε αλλού να πάμε;», σχολιάζει.
Δυστυχώς, η σημερινή εικόνα της πολυκατοικίας των βομβόπληκτων δεν θυμίζει σε τίποτα τα παλιά χρόνια. Το κτήριο, αν και όπως αποδείχθηκε είναι πολύ γερής κατασκευής, χρήζει παρεμβάσεων και συντήρησης.
«Έχει ρημάξει. Θέλει φτιάξιμο, συντήρηση, αλλά δεν υπάρχουν χρήματα. Ο καθένας ό,τι μπορεί κάνει», αναφέρει κλείνοντας την κουβέντα μας η κυρά Δήμητρα.
Συναισθηματικά δεμένος
Γεννηθείς το 1958 ο Νίκος Καϊντιρμόγλου έχει όπως λέει τις καλύτερες αναμνήσεις από την πολυκατοικία ως παιδί. «Όλο φασαρία κάναμε. Πατίνια, μπουγελώματα τα καλοκαίρια, πετροπόλεμος, ξεσηκώναμε τη γειτονιά!», θυμάται. Οι βόλτες στη Σπλάντζια και το εμπορικό τότε λιμάνι ήταν σε ημερήσια διάταξη για τα παιδιά. «Βουτιές, μπάνια, κυνηγητό με το λιμενικό κι άμα σε έπιαναν έπεφτε ξύλο!», σημειώνει.
Στην πολυκατοικία είχε έρθει η γιαγιά του και αργότερα η οικογένειά του αγόρασε ένα ακόμα διαμέρισμα από έναν ιερωμένο.
Η αυλή αποτελούσε το κέντρο της ζωής της πολυκατοικίας. Η κατάσταση άρχισε να αλλάζει μετά τη δεκαετία του ‘70. Κάποιοι όπως ο ίδιος έφυγαν για το εξωτερικό, άλλοι για Αθήνα κι άλλοι πούλησαν το διαμέρισμά τους. «Δεν το σκέφτηκα ποτέ να εγκαταλείψω την πολυκατοικία. Για συναισθηματικούς λόγους πιο πολύ», σχολιάζει ο συνομιλητής μας.
Δυστυχώς, παρά τις προσπάθειες των κατοίκων, η πολυκατοικία των βομβόπληκτων έχει εγκαταλειφθεί πλήρως από την Πολιτεία. Οι κάτοικοι αυτό που θα ήθελαν θα ήταν να γίνει μια συντήρηση στο κτήριο, καθώς τα χρόνια βαραίνουν πλέον πάνω στο ιστορικό κτήριο. «Δεν είναι εύκολο να κάνουμε κάτι, διότι ακόμα κι αν εγώ φτιάξω το δικό μου διαμέρισμα αν δεν το φτιάξει ο από κάτω μου, δεν γίνεται τίποτα. Χρειάζεται, λοιπόν, μια βοήθεια», σημειώνει ο Νίκος υπογραμμίζοντας, ωστόσο, ότι μέχρι σήμερα η Πολιτεία δεν έχει δείξει κανένα ενδιαφέρον.
Γέννημα θρέμμα
Ο Κυριάκος Ανιτσάκης γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1953 μέσα σε ένα διαμέρισμα της πολυκατοικίας. Μαία υπήρξε μια γειτόνισσα. Οι γονείς του είχαν μετακομίσει στην πολυκατοικία 1-2 χρόνια πριν. Το σπίτι τους είχε απαλλοτριωθεί και τους προσφέρθηκε ένα διαμέρισμα στους βομβόπληκτους. Μέχρι σήμερα παραμένουν χαραγμένες στη μνήμη του Κυριάκου οι εικόνες από μια πολυκατοικία γεμάτη ζωή. «Ήμασταν πάνω από 50 παιδιά! Υπήρχε ατελείωτο παιχνίδι και φασαρία», θυμάται.
Δίπλα από την πολυκατοικία υπήρχε την εποχή εκείνη ένα μεγάλο οικόπεδο όπου συγκεντρώνονταν όλα τα παιδιά. «Στήναμε πολέμους με τα παιδιά από τις άλλες γειτονιές. Καστέλι – Σπλάντζια για παράδειγμα. Όμως ήταν και μια συνοικία που έμοιαζε σαν ένα μεγάλο θέατρο στα μάτια μας με διάφορες προσωπικότητες: την Τσαμπιό, τον Ηλία τον Μπαμπούκο, το Μάκη τον τραγουδιστή, τον Παντελή τον Μπαραμπάκο κ.ά.»
Το κλίμα μεταξύ των γειτόνων ήταν καλό σημειώνει: «Μαγείρευε για παράδειγμα κάποιος ένα πιάτο καλό φαΐ κι έδινε και στους άλλους. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τη μάνα μου να λέει: «παιδάκι μου όλο δίνω – δίνω κι όλο γεμάτο είναι το ψυγείο!».
Ήταν, ωστόσο, και χρόνια με μεγάλη φτώχεια και τα παιδιά αναζητούσαν όπου μπορούσαν ένα χαρτζιλίκι: «Εγώ σαν παιδί δεν υπήρχε κηδεία να μην πάω. Μας έβαζαν μια ποδιά, κρατάγαμε το στεφάνι κ.λπ. και παίρναμε 5 δραχμές. Άλλες φορές μαζεύαμε μπρούτζα, σύρματα κ.λπ. και τα πουλάγαμε στην πλάστιγγα που υπήρχαν κάποια παλιατζίδικα», αναπολεί ο Κυριάκος.
Καθώς βρίσκονταν κοντά στις “Χιόνες” οι άνθρωποι της πολυκατοικίας δεν ξεχνούν τις ανθρώπινες σχέσεις που υπήρχαν με τις γυναίκες της οδού Μίνωος. «Για παράδειγμα μια ένοικος της πολυκατοικίας θυμάμαι μεγάλωσε στο σπίτι της ένα κοριτσάκι μιας κοκότας, γιατί δεν μπορούσε να το έχει εκεί η μητέρα του. Επίσης, οι κοκότες έδιναν τα ρούχα τους σε γειτόνισσες που τα έπλεναν κι έβγαζαν ένα χαρτζιλίκι. Όμως κι εμάς τα παιδιά μας τάιζαν, τους λέγαμε τα κάλαντα κ.λπ. Υπήρχαν επίσης πολλές “τσατσάδες” που ήταν γειτόνισσες και δούλευαν εκεί», θυμάται ο συνομιλητής μας.
Σήμερα η πολυκατοικία δεν θυμίζει σε τίποτα εκείνες τις παλιές μέρες. Κάποια διαμερίσματα παραμένουν κλειστά εδώ και πολλά χρόνια, ενώ οι εναπομείναντες κάτοικοι παλεύουν να επιβιώσουν μέσα σε μια παλιά πόλη που έχει μετατραπεί σε ένα τεράστιο… διασκεδαστήριο.
«Το καλοκαίρι ζούμε ένα δράμα. Δεν είναι μόνο οι μουσικές, είναι τα κατουρήματα, οι φωνές, οι φασαρίες. Δεν μπορείς να κοιμηθείς!», σχολιάζει ο Κυριάκος που αν και έφυγε για αρκετά χρόνια από τη γειτονιά που μεγάλωσε γύρισε παραμένοντας συναισθηματικά δεμένος με αυτήν.
“Oι βομβόπληκτοι απωλέσαντες τα πάντα…”